Σελίδες

Παρασκευή 13 Μαΐου 2011

Ο «Καρλ Μαρξ – ο Θεωρητικός του προλεταριάτου» και ο Ε. Μπιτσάκης


Ο «Καρλ Μαρξ – ο Θεωρητικός του προλεταριάτου» και ο Ευτύχης
Μπιτσάκης
FREE photo hosting by Fih.gr





FREE photo hosting by Fih.gr
Ο Ευτύχης Μπιτσάκης εκτός Πανεπιστημιακός
καθηγητής της Φιλοσοφίας και ένας μεγάλος διανοούμενος της Αριστεράς με
δεκάδες βιβλία του στα Ελληνικά και σε άλλες γλώσσες, μαχητής ακόμα και σήμερα
που βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία, είναι ταυτόχρονα και φίλος μου ενώ σε
δύσκολες στιγμές της ζωής μου και σε δικαστήρια στη δική μου μάχη με επίορκους
της εξουσίας, έχει σταθεί δίπλα μου. Τρέφω λοιπόν στο πρόσωπό του μία εκτίμηση
όσο σε λίγους άλλους. Ωστόσο αυτό δε με εμποδίζει να του κάνω συντροφική
κριτική σε διάφορα γραπτά του και σε απόψεις που διατυπώνει σε βιβλία ή σε
άρθρα του. Σήμερα θα ασχοληθώ με το βιβλίο του «Καρλ Μαρξ – ο Θεωρητικός
του προλεταριάτου»,
εκδόσεις

Gutenberg,
σελ. 209, έτος Έκδοσης: 1983 που το διάβασα για δεύτερη φορά – από το 1983 που
το είχα πρωτοδιαβάσει - τις ημέρες του Πάσχα. Το βιβλίο που θα εξετάσουμε
σήμερα αποτελείται από μια μεγάλη συλλογή άρθρων που ασχολούνται με διάφορες
πλευρές του έργου του Μαρξ, θέματα που αφορούν τη γένεση του μαρξισμού και
σκέψεις του για τον ρόλο και τις προοπτικές την περίοδο του 1983 όταν ήταν
μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και στην ιδεολογική Επιτροπή του Κέντρου Μαρξιστικών
Ερευνών (ΚΜΕ).

Βήχος Παναγιώτης



Άρθρα του Παναγιώτη Βήχου



Μια τέτοια απόπειρα απαιτεί ασφαλώς την παράθεση εκτεταμένων αποσπασμάτων τόσο του ίδιου του Μαρξ, όσο και των άλλων μαρξιστών. Στην περίπτωσή μας, όμως, η μέθοδος που διαπερνάει αυτή την αποσπασματολογία είναι η χρησιμοποίηση των θεωρητικών επιτευγμάτων του μαρξισμού σαν προκατασκευασμένων σχημάτων που επιβάλλονται στην πραγματικότητα. Δεν διαφέρει σχεδόν πουθενά από την κλασική μέθοδο του υποκειμενικού ιδεαλισμού, που μετατρέπει τον Μαρξ από μαχητή της επανάστασης, θανάσιμο εχθρό κάθε συμβιβασμού και προσαρμογής, σε ακίνδυνο εικόνισμα, σύμβολο μιας «καθώς πρέπει» διαμαρτυρίας που κατέχει δικαιωματικά μια περίοπτη θέση στην επιστημονικοφάνεια του πανεπιστημιακού περιβάλλοντος.

Πράγματι, η συγκεκριμένη μορφή που παίρνει η μέθοδος του σ. Μπιτσάκη είναι η εξής: επιδείχνει προσήλωση στο γράμμα των κλασικών του μαρξισμού. Επιτίθεται σε κάθε μορφή αναθεωρητισμού, παλιά και νέα. Είναι ιδιαίτερα οξύς απέναντι σε όλες τις ποικιλίες θετικισμού. Και ανάμεσα σε όλα αυτά, εκεί που αφήνει να εκφραστούν οι αυθεντικά δικές του σκέψεις, περνάει ανοιχτά και απότομα στο στρατόπεδο του θετικισμού που με τόσο ζήλο αντιμάχεται!

Πουθενά δεν φαίνεται αυτό καθαρότερα από τα κεφάλαια όπου πραγματεύεται, από τη μια, τη γενετική σχέση του μαρξισμού με τη φιλοσοφία του διαλεκτικού ιδεαλιστή, Χέγκελ (Κεφ. 3ο, «Η Διαλεκτική της Φύσης: Από τον Χέγκελ στον Μαρξ, σελ. 49-77) και, από την άλλη, τη θεωρία της γνώσης στο κορυφαίο έργο του Μαρξ, το «Κεφάλαιο» (Κεφ. 6ο, «Γνωσιολογικά Προβλήματα στο «Κεφάλαιο», σελ. 120-145). Η κεντρική φιλοσοφική θέση του σ. Μπιτσάκη είναι η εξής:

«Πηγή της ανθρώπινης γνώσης είναι τα δεδομένα των αισθητηρίων, προϊόντα της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης υποκείμενου – αντικείμενου: “Η φωτεινή αποτύπωση – γράφει ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» -ενός αντικείμενου στο οπτικό νεύρο, δεν εμφανίζεται σαν υποκειμενική διέγερση του ίδιου του νεύρου, αλλά σαν η αισθητή μορφή κάποιου πράγματος που υπάρχει έξω από το μάτι. Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι κατά την πράξη της όρασης το φως πραγματικά εκπέμπεται από κάποιο εξωτερικό αντικείμενο προς ένα άλλο αντικείμενο, το μάτι: είναι μια φυσική σχέση ανάμεσα σε φυσικά αντικείμενα», (σελ. 124-125).

Παράθεσα ολόκληρο το απόσπασμα, ώστε να δείξω τη μέθοδο του σ. Μπιτσάκη, που επικαλείται τον Μαρξ για να τοποθετηθεί μάλλον στο στρατόπεδο του Μαχ και των οπαδών του! Ο Λένιν διεξάγει μια εξοντωτική πολεμική σ’ αυτούς τους τελευταίους στο βιβλίο του «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», σαν ουσιαστικό μέρος της ανάπτυξης του διαλεκτικού υλισμού στην προετοιμασία της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ο σ. Μπιτσάκης γνωρίζει το βιβλίο του Λένιν και διακηρύσσει τη συμφωνία του με αυτό. Το γεγονός παραμένει, ότι όσο το παραπάνω απόσπασμα του Μαρξ λέει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που διατείνεται ο σ. Μπιτσάκης, άλλο τόσο ο ίδιος επαναλαμβάνει την βασική θέση του υποκειμενικού ιδεαλισμού!

Ο Μαρξ δεν λέει παρά αυτό που τονίζει και ο Λένιν: «Για κάθε επιστήμονα που δεν έχει παραπλανηθεί από την καθηγητική φιλοσοφία, όπως και για κάθε υλιστή, το αίσθημα είναι πράγματι η άμεση σύνδεση ανάμεσα στην συνείδηση και στον εξωτερικό κόσμο. Είναι ο μετασχηματισμός της επενέργειας του εξωτερικού ερεθισμού σε γεγονός της συνείδησης». (Β. Ι. Λένιν: «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός»).

Αντίθετα, για το σ. Μπιτσάκη της περιόδου 1983, το γεγονός της συνείδησης δεν είναι η μετασχηματισμένη, μέσω του αισθήματος, δράση του εξωτερικού κόσμου, αλλά πηγάζει από τα προϊόντα της αλληλεπίδρασης υποκειμένου – Αντικείμενου. Για την διαλεκτική θεωρία της γνώσης του υποκειμενικού ιδεαλισμού και για το σ. Μπιτσάκη αυτή η αντανάκλαση είναι η πηγή της γνώσης!

Η άμεση συνέπεια αυτής της θέσης είναι ο αποχωρισμός του υποκείμενου της γνώσης από το αντικείμενο της γνώσης. Πράγματι, η γνωστική διαδικασία μετατρέπεται σε καθαρά υποκειμενική δραστηριότητα και οι έννοιες θεωρούνται σαν καθαρές αφαιρέσεις χωρίς συγκεκριμένο πραγματικό περιεχόμενο. «Το σόφισμα της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας συνίσταται στο γεγονός ότι θεωρεί το αίσθημα όχι σαν τη σύνδεση ανάμεσα στη συνείδηση και τον εξωτερικό κόσμο, αλλά σαν έναν φραγμό, ένα τείχος, που χωρίζει την συνείδηση από τον εξωτερικό κόσμο – όχι μια εικόνα του εξωτερικού φαινομένου που αντιστοιχεί στο αίσθημα, αλλά σαν τη “μοναδική οντότητα”, (Β. Ι. Λένιν:, οππ., σελ. 51).

Αυτός είναι ο δρόμος για να επιβάλει κανείς τις δικές του υποκειμενικές εικόνες στον εξωτερικό κόσμο. Και αυτές οι εικόνες κυριαρχούνται από τις δεσπόζουσες μορφές αστικής ιδεολογίας, κάτι που είναι ολοφάνερο στους διανοούμενους της ΚΕ του ΚΚΕ. Εδώ, όμως, δεν πρόκειται για την ατομική αλλά για την κοινωνική συνείδηση. Ο ισχυρισμός ότι πηγή της νόησης είναι τα δεδομένα των αισθητηρίων, περιορίζει υποχρεωτικά τη συνείδηση σ’ ένα καθαρά βιολογικό φαινόμενο και απορρίπτει την πρωταρχικότητα του κοινωνικού Είναι σε σχέση με αυτήν. Το υποκείμενο και το αντικείμενο δεν θεωρούνται σαν τα αντιφατικά μέρη ενός και μόνο όλου, αλλά έχουν μόνο μια εξωτερική σχέση που βαφτίζεται «διαλεκτική αλληλεπίδραση». Ο άνθρωπος αποχωρίζεται από τη Φύση και καταστρέφεται κάθε αντικειμενικότητα στη νοητική προσέγγιση στον κόσμο.

«Η αρχή της αντικειμενικότητας στην προσέγγιση του εξωτερικού κόσμου αποτελεί τη βασική διαφορά ανάμεσα στον υλισμό και τον αφηρημένο ιδεαλισμό. Αρχίζουμε λοιπόν με την ανεκτίμητη ανάλυση του Λένιν “Πάνω στο Ζήτημα της Διαλεκτικής», («Φιλοσοφικά Τετράδια», σελ. 135, εκδόσεις «Ρινόκερως».) «Η διαίρεση ενός και μόνο συνόλου και η γνώση των αντιφατικών μερών του», σύμφωνα με τον Λένιν, «…είναι η ουσία (ένα από τα “ουσιαστικά”, ένα από τα κυριαρχικά, αν όχι το κυριαρχικό, γνώρισμα) της διαλεκτικής», (Β. Ι. Λένιν: οππ., σελ. 135).

Πιθανόν ο σ. Μπιτσάκης να αντιτάξει το πλήθος των παραθέσεων, θέσεων και διατυπώσεων που ισχυρίζονται το αντίθετο από τα αποσπάσματα του Λένιν, που αναφέρω εδώ. Θα διαλέξω ένα απόσπασμα που ο ίδιος παραθέτει τόσο στο κεφάλαιο σχετικά με την μετάβαση από τον Χέγκελ στον Μαρξ, όσο και σε εκείνο που ασχολείται με τα γνωσιολογικά προβλήματα στο «Κεφάλαιο». Στην δεύτερη περίπτωση, το παραθέτει τονίζοντας τη σημασία της αφαίρεσης για την επιστημονική γνώση. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό απόσπασμα από την «Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας», όπου ο Μαρξ διατυπώνει τη θεμελειακή θέση για την άνοδο από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο στην επιστημονική μέθοδο. Είναι ανάγκη να το αντιγράψω ολόκληρο:

«Το συγκεκριμένο είναι συγκεκριμένο γιατί είναι σύνθεση πολλαπλών καθορισμών, άρα ενότητα μέσα στην διαφορότητα. Γι’ αυτό το λόγο εμφανίζεται στη νόηση σαν προϊόν σύνθεσης, σαν αποτέλεσμα και όχι σαν αφετηριακό σημείο, παρόλο που είναι το πραγματικό σημείο εκκίνησης και επίσης, κατά συνέπεια, το αφετηριακό σημείο της άμεσης όρασης και της παράστασης. Η πρώτη διαδικασία ανάγει την πολλαπλότητα της παράστασης σε έναν αφηρημένο καθορισμό. Με τη δεύτερη, οι αφηρημένοι καθορισμοί οδηγούν στην αναπαραγωγή του συγκεκριμένου από το δρόμο της νόησης. Γι’ αυτό το λόγο ο Χέγκελ έπεσε στην πλάνη να δει το πραγματικό σαν αποτέλεσμα της νόησης που συγκεντρώνεται στον ίδιο τον εαυτό της, εμβαθύνει στον ίδιο τον εαυτό της, τίθεται σε κίνηση από τον ίδιο τον εαυτό της, ενώ η μέθοδος που συνίσταται στην άνοδο από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, αποτελεί για τη νόηση τον τρόπο για την ιδιοποίηση του συγκεκριμένου, για την αναπαραγωγή του με τη μορφή του νοημένου συγκεκριμένου. Ωστόσο, εδώ δεν βρίσκεται διόλου η διαδικασία γένεσης του ίδιου του συγκεκριμένου», (Παρατίθεται στις σελ. 126-127).

Και ο σ. Μπιτσάκης σχολιάζει: «Η διπλή κίνηση της νόησης: από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο, και σε συνέχεια, θεωρητική ιδιοποίηση του συγκεκριμένου με την βοήθεια των εννοιών και των νόμων που διατυπώθηκαν στο χώρο του αφηρημένου, θα έβρισκε την πιο λαμπρή της έκφραση στις αναλύσεις του Κεφαλαίου», σελ. 127).

Τι σημαίνει αυτό το σχόλιο; Ο σ. Μπιτσάκης μας εξηγεί περισσότερα στην άλλη περίπτωση που χρησιμοποιεί το παραπάνω απόσπασμα, σε σχέση με το υλιστικό αναποδογύρισμα του Χέγκελ από τον Μαρξ. Εκεί, αναπτύσσει πιο καθαρά τη σκέψη του:

«Η θέση ότι η γνώση είναι αντανάκλαση (έμμεση, διαμεσολαβημένη, ποιοτικά διάφορη και ταυτόχρονα σύμμορφη) της πραγματικότητας, έδωσε την δυνατότητα στον Μαρξ να αποκαλύψει την ορθή γενετική σχέση ανάμεσα στο συγκεκριμένο και το αφηρημένο. Αντίθετα από τον Χέγκελ, όπου το συγκεκριμένο προκύπτει από το αφηρημένο, όπου η πραγματικότητα είναι προϊόν της ιδέας, ο Μαρξ θεωρεί το αφηρημένο σαν προϊόν μιας μακράς θεωρητικής ιδιοποίησης της συγκεκριμένης υλικής πραγματικότητας. Η νόηση έχει σαν αφετηρία της το συγκεκριμένο, το οποίο γίνεται άμεσα γνωστό, σ’ ένα πρώτο επίπεδο εμπειρικής γνώσης, με την βοήθεια των αισθήσεων. Από το συγκεκριμένο, με την αφαιρετική διαδικασία, η νόηση προχωρεί στο αφηρημένο. Με μια αντίστροφη κίνηση ιδιοποιείται το συγκεκριμένο, με την βοήθεια των αφηρημένων προσδιορισμών τους οποίους έχει κατακτήσει», σελ. 75).

Εδώ το αφηρημένο ταυτίζεται με την ιδέα για τον Χέγκελ, με το προϊόν της αφαιρετικής διαδικασίας για τον Μαρξ, ενώ το συγκεκριμένο ταυτίζεται με την υλική πραγματικότητα, αφετηρία της νόησης, που γίνεται άμεσα γνωστή με την βοήθεια των αισθήσεων!!! Πρόκειται για μια ολοκληρωτική διαστρέβλωση των ιδεών τόσο του Χέγκελ, όσο και του Μαρξ, που οδηγεί στην διαστρέβλωση της μεταξύ τους σχέσης.

Για τον διαλεκτικό ιδεαλιστή Χέγκελ και για τον διαλεκτικό υλιστή Μαρξ, το συγκεκριμένο και το αφηρημένο είναι επιστημονικές κατηγορίες της αντικειμενικής διαλεκτικής καθώς και της λογικής. Και οι δυο τους δεν χρησιμοποιούν αυτές τις κατηγορίες από την άποψη κάποιας «επιστημολογίας» απλά. Από μια τέτοια περιορισμένη άποψη μπορεί βέβαια κανείς να μιλήσει για νοητικές αφαιρέσεις σε σχέση με τον αισθητό κόσμο.

Για τον Χέγκελ, όμως, και για τον Μαρξ – και εδώ βρίσκεται η ενότητά τους – η χρήση των διαλεκτικών εννοιών και κατηγοριών βασίζεται στην αρχή ότι η διαλεκτική, η επιστήμη των γενικών νόμων της κίνησης της Φύσης, της κοινωνίας και της σκέψης, είναι ταυτόχρονα και λογική και θεωρία της γνώσης. Δεν πρόκειται λοιπόν για φαινόμενα μόνο της συνείδησης. Το συγκεκριμένο και το αφηρημένο έχουν και τα δυο έναν αντικειμενικό χαρακτήρα.

Όπως τονίζει ο Λένιν: «Οι λογικές έννοιες είναι υποκειμενικές στον βαθμό που παραμένουν “αφηρημένες”, στην αφηρημένη μορφή τους, αλλά ταυτόχρονα εκφράζουν επίσης τα Πράγματα καθεαυτά. Η Φύση είναι και συγκεκριμένη και αφηρημένη, και φαινόμενο και ουσία, και στιγμή και σχέση. Οι ανθρώπινες έννοιες είναι υποκειμενικές στην αφαιρετότητά τους, την αποσπασματικότητά τους, αλλά αντικειμενικές σαν όλο, στο προτσές, στο σύνολο, στην τάση, στην πηγή», (Β. Ι. Λένιν: «Φιλοσοφικά Τετράδια», «Άπαντα»).

Το συγκεκριμένο λοιπόν δηλώνει το συνολικό προτσές με όλον τον πλούτο των αλληλοσυνδέσεων, σχέσεων, μεταβάσεων που καθορίζουν τα μέρη του σαν στιγμές αυτού του προτσές. Το αφηρημένο είναι το ατελές, το μη αναπτυγμένο, το μονόπλευρο, το αποσπασματικό. Και τα δύο, πριν υπάρξουν στη νόηση, υπάρχουν στον αντικειμενικό κόσμο.

Ο Τρότσκι, γράφει επιγραμματικά: «Το συγκεκριμένο είναι ένας συνδυασμός αφαιρέσεων – όχι ένας αυθαίρετος ή υποκειμενικός συνδυασμός, αλλά ένας συνδυασμός που ανταποκρίνεται στους νόμους της κίνησης ενός δοσμένου φαινομένου», (Λ. Τρότσκι: «Στην υπεράσπιση του Μαρξισμού», εκδόσεις «Αλλαγή», σελ. 174).

Μόνον έτσι μπορεί κανείς να κατανοήσει τον ορισμό του συγκεκριμένου από τον Μαρξ – και τον Χέγκελ – σαν ενότητα μέσα στην διαφορότητα. Μόνον έτσι μπορεί κανείς να κατανοήσει γιατί ο Μαρξ χρησιμοποιεί τόσο συχνά στο «Κεφάλαιο» κατηγορίες, όπως «αφηρημένη εργασία», που τις θεωρεί ουσιαστικές σχέσεις στο αντικειμενικό προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής.

Έχοντας αναστρέψει την διαλεκτική του συγκεκριμένου και του αφηρημένου, ο σ. Μπιτσάκης δεν αντιλαμβάνεται την πραγματική σχέση του Μαρξ με τον Χέγκελ. Το βλέπουμε και στο αντίστοιχο κεφάλαιο που αφιερώνει πολύ χώρο στη «Φιλοσοφία της Φύσης» του Χέγκελ για να αντιδιαστείλει, ουσιαστικά, τον «ιδεαλισμό του» με τον υλισμό του Μαρξ. Και αγνοεί συστηματικά το γεγονός ότι «… Η αληθινή του (του Χέγκελ), φιλοσοφία της Φύσης, βρίσκεται στο δεύτερο μέρος της “Λογικής”, στη θεωρία της Ουσίας, που είναι ο γνήσιος πυρήνας όλης της θεωρίας», (Φ. Ένγκελς: Γράμμα στον Φρίντριχ Λάγκς, 29 Μάρτη 1865).

Ο ιδεαλισμός του Χέγκελ δεν βρίσκεται στο ότι αυτός θεωρεί το συγκεκριμένο παράγωγο της αφηρημένης ιδέας. Και το υλιστικό του αναποδογύρισμα δεν σημαίνει αντιστροφή των όρων. Για τον Χέγκελ, μόνο η Ιδέα κατέχει τον χαρακτήρα του συγκεκριμένου. Η Φύση είναι γι’ αυτόν αφηρημένη, στερείται αυτοκίνησης, είναι μια οντότητα μεταφυσική. Ο Χέγκελ έφτασε στο ανώτερο σημείο του περιλαμβάνοντας στη θεωρία της γνώσης την πράξη. Ο ιδεαλισμός του βρίσκεται στο ότι την θεωρεί καθαρά νοητική δραστηριότητα. Όπως σημειώνει ο Λένιν: «Η ενότητα της Θεωρητικής Ιδέας (της γνώσης) και της πράξης – αυτό ΝΒ – και αυτή η ενότητα ακριβώς στη θεωρία της γνώσης, γιατί το άθροισμα που προκύπτει είναι η “απόλυτη ιδέα” (και η Ιδέα = “το αντικειμενικά αληθινό”» (β. Ι. Λένιν: οππ. Σελ. 219).

Το υλιστικό αναποδογύρισμα του Χέγκελ συνίσταται στην θεμελίωση της πρωταρχικότητας του αντικειμενικού κόσμου σε σχέση με την συνείδηση και της διαλεκτικής αντανάκλασής του στην τελευταία, μέσα στο υλικό προτσές αναπαραγωγής των όρων ύπαρξης του ανθρώπου. Και αυτό δεν έγινε κάποια στιγμή τον προπερασμένο αιώνα, αλλά αναπτύσσεται συνεχώς μέσα από την πράξη της γνώσης της Φύσης και της κοινωνίας στην καθημερινή πάλη του επαναστατικού κόμματος – όταν αυτό υπάρχει – να αναπτύξει εκείνη τη θεωρία που καθοδηγεί την πράξη της ανατροπής αυτού του κόσμου.

Επομένως, για τον Μαρξ, η άνοδος από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο στην επιστημονική μέθοδο είναι η αντίθετη από του Χέγκελ, ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται σε ενότητα μαζί της στον διαλεκτικό της χαρακτήρα. Να τι σημαίνει αυτή η μέθοδος, όπως την εκθέτει ο Χέγκελ και παραθέτει επιδοκιμαστικά ο Λένιν: Έτσι, η γνώση κυλάει μπροστά από περιεχόμενο σε περιεχόμενο. Αυτή η πρόοδος, προσδιορίζει τον εαυτό της, πρώτα, με τον εξής τρόπο, ότι αρχίζει από απλή προσδιοριστικότητα και ότι κάθε κατοπινή είναι πλουσιότερη και πιο συγκεκριμένη. Γιατί το αποτέλεσμα περιέχει την ίδια του την αρχή, και η ανάπτυξη της αρχής την έχει κάνει πλουσιότερη με μια νέα προσδιοριστικότητα. Το Καθολικό είναι το θεμέλιο. Η πρόοδος επομένως δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν μια ροή από το Άλλο στο Άλλο. Στην απόλυτη μέθοδο η Έννοια διατηρεί τον εαυτό της στο άλλο της, και το Καθολικό στη μερικοποίησή του, στην Κρίση και στην πραγματικότητα. Υψώνει σε κάθε επόμενο στάδιο προσδιορισμού ολόκληρη τη μάζα του προηγούμενου περιεχομένου της, και με τη διαλεκτική της πρόοδο όχι μόνο δεν χάνει τίποτα και δεν αφήνει τίποτα, πίσω, αλλά φέρει μαζί της όλα όσα έχει αποκτήσει, πλουτίζοντας και συγκεντρώνοντας τον εαυτό της πάνω στον εαυτό της…» Και προσθέτει ο Λένιν: «Αυτό το απόσπασμα δεν είναι καθόλου άσχημο σαν ένα είδος συνόψισης της διαλεκτικής)». (Β.Ι. Λένιν, όππ., σελ. 231).

Αυτή είναι η μέθοδος του «Κεφάλαιου». Όχι, όμως, του σ. Μπιτσάκη σ’ αυτό του το βιβλίο, που με την μεταφυσική διάκριση συγκεκριμένου – αφηρημένου τοποθετείται υπέρ του υποκειμενικού ιδεαλισμού και, όπως θα δούμε πιο κάτω γυρίζει πίσω και από τον αστό κλασικό οικονομολόγο Ντέιβιντ Ρικάρντο στην ανάλυση των οικονομικών φαινομένων. Ας δούμε πρώτα πως κρίνει μια τέτοια θέση ο γνωστός σοβιετικός φιλόσοφος, Σ. Β. Ιλιένκοφ: «Αυτή η αντικειμενική ερμηνεία της κατηγορίας του αφηρημένου εκτοξεύεται ενάντια σ’ όλα τα είδη νεοκαντιανής λογικής και επιστημολογίας που αντιτάσσουν, με έναν ωμό μεταφυσικό τρόπο, “καθαρές μορφές της σκέψης” σε μορφές της αντικειμενικής πραγματικότητας. Γι’ αυτές τις σχολές λογικής, “το αφηρημένο” είναι μόνο μια μορφή της σκέψης, ενώ “το συγκεκριμένο”, μια μορφή μιας αισθητηριακά δοσμένης εικόνας. Αυτή η ερμηνεία, στις παραδόσεις των Μιλ. Χιούμ και Καντ στη λογική… είναι ξένη και εχθρική στην ίδια την ουσία της διαλεκτικής σαν λογικής και θεωρίας της γνώσης», (Σ. Β. Ιλιένκοφ: «Η Διαλεκτική του Αφηρημένου και του Συγκεκριμένου στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ).

Και παρακάτω:

«Η μετάβαση από την ζωντανή αντίληψη στην αφηρημένη σκέψη δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα με την κίνηση “από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο”. Δεν ανάγεται καθόλου σ’ αυτή τη στιγμή, αν και η τελευταία είναι πάντα παρούσα σε αυτήν. Είναι το ίδιο πράγμα μόνο για εκείνους που ερμηνεύουν το συγκεκριμένο σαν συνώνυμο μιας άμεσης αισθητής εικόνας, και το αφηρημένο, σαν συνώνυμο του νοητού, του ιδεατού, του εννοιακού», (Ιλιένκοφ: οππ. Σελ. 38)

Η μεταφυσική αντίληψη για το αφηρημένο αναγκαία το μετατρέπει σε νοητική κατασκευή που υποδηλώνει το κοινό χαρακτηριστικό μέσα στην ποικιλότητα των αντικειμενικών προτσές. Στην παράδοση του εμπειρισμού, οι κορυφαίοι εκπρόσωποι της αγγλικής πολιτικής οικονομίας, ο Άνταμ Σμίθ και ο Ντέϊβιντ Ρικάρντο, είχαν αυτή τη μέθοδο. Με αυτή όμως τη μέθοδο που χρησιμοποιεί ο σ. Μπιτσάκης στο βιβλίο του, δεν μπορεί να δει τι εκπροσωπεί το «Κεφάλαιο» σε σχέση με την κλασική πολιτική οικονομία. Στο σχετικό άρθρο του, όσο κι αν επιμένει ότι υπάρχουν μεθοδολογικές ρίζες για τις αδυναμίες της αστικής πολιτικής οικονομίας, επισημαίνει βασικά δυο παράγοντες: την ανιστορική θεώρηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δηλ. του αιώνιου φυσικού συστήματος, και την ταξική σκοπιά των αστών οικονομολόγων. Πιο συγκεκριμένα, γράφει: «Αλλά γιατί η αστική πολιτική οικονομία δεν μπορεί να εισδύσει στο εσωτερικό των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής; Οι αιτίες της αδυναμίας είναι κοινωνικές (η ταξική θεώρηση των φαινομένων) και ταυτόχρονα γνωστικές, με καθοριστικό παράγοντα την ταξική όραση (σελ. 137).

Τι σημαίνει όμως ταξική θεώρηση από την άποψη της θεωρίας της γνώσης; Πάνω σ’ αυτή την ουσία του ζητήματος, ο σ. Μπιτσάκης δεν έχει να πει τίποτα! Το μεγάλο επίτευγμα ιδιαίτερα του Ρικάρντο ήταν ότι επέμεινε σε μια επιστημονική θεώρηση των οικονομικών φαινομένων. Αναζητώντας την ουσία τους, διατύπωσε τον νόμο της αξίας. Επειδή όμως οι αφαιρέσεις του είχαν έναν υποκειμενικό χαρακτήρα, επειδή αναζητούσαν το κοινό μέσα στην πολυμορφία των οικονομικών φαινομένων, δεν μπόρεσε να απομονώσει το στοιχείο εκείνο που θα περιείχε σαν σε σπέρμα την συγκεκριμένη πραγματικότητα στο ξεδίπλωμα όλου του πλούτου της. Ακόμα, επειδή είδε τη γένεση των οικονομικών κατηγοριών, με μια μέθοδο απαγωγής, σαν καθαρά νοητικό προτσές, δεν μπορούσε να συμβιβάσει την εξέλιξη αυτών των κατηγοριών στη θεωρία με ένα σύστημα που πίστευε φυσικό, στερούμενο εξέλιξης, στην πραγματικότητα. Όλα αυτά εκφράστηκαν με αντιφάσεις στη θεωρία του. Τις αντιφάσεις αυτές ξεπέρασε ο Μαρξ, βασισμένος πάνω απ’ όλα στην διαλεκτική υλιστική μέθοδο. Να πως ο ίδιος κρίνει το έργο του Ρικάρντο, στις «Θεωρίες της Υπεραξίας»:



«Από τη μια, αυτός (ο Ρικάρντο) πρέπει να κατηγορηθεί γιατί δεν προχώρησε αρκετά, γιατί δεν έφερε την αφαίρεσή του σε πληρότητα, για παράδειγμα, όταν αναλύει την αξία του εμπορεύματος, αφήνεται αμέσως να επηρεαστεί από την εξέταση όλων των ειδών των συγκεκριμένων καταστάσεων. Από την άλλη, πρέπει να τον κατηγορήσουμε γιατί θεωρεί τη φαινομενική μορφή σαν άμεση και κατευθείαν απόδειξη ή έκθεση των γενικών νόμων, και γιατί δεν την ερμήνευσε. Σε σχέση με το πρώτο, η αφαίρεσή του είναι πολύ ατελής, σε σχέση με το δεύτερο, είναι τυπική αφαίρεση, πράγμα που καθεαυτό είναι λάθος, (Ιλιένκοφ: οππ. Σελ. 226).

Είναι σ’ αυτή τη βάση που ο Μαρξ αρχίζει την μελέτη του στο «Κεφάλαιο» από το εμπόρευμα σαν «κυτταρικής μορφής». Είναι μόνο έτσι που η λογική του αντικειμένου συμπίπτει με την πραγματική ιστορία του. Γιατί, αντίθετα με ότι πίστευε την περίοδο που αναφέρομαι, ο σ. Μπιτσάκης, μια ιστορική θεώρηση δεν εξαντλείται στην απλοϊκότητα ότι ο καπιταλισμός κάποτε γεννήθηκε και κάποτε θα πεθάνει. Όλοι γνωρίζουμε ότι το καπιταλιστικό σύστημα δεν υπήρχε την εποχή των δεινοσαύρων. Η επιστημονική μέθοδος, όμως, πίσω από τη χρονική αλληλοδιαδοχή των γεγονότων αναζητάει τους ουσιαστικούς νόμους ανάπτυξης του δοσμένου κοινωνικού σχηματισμού.

Έτσι η μελέτη του εμπορεύματος και η ανάπτυξη της εργασιακής θεωρίας της αξίας από τον Μαρξ δεν είναι καθόλου κάτι το προφανές. Βασίζεται άμεσα στο διαλεκτικό υλιστικό αναποδογύρισμα του Χέγκελ, κάτι που ο ίδιος ο Μαρξ τονίζει σε κάθε ευκαιρία στο «Κεφάλαιο». Αντίθετα, ο σ. Μπιτσάκης, θεωρεί ότι η ανάλυση του εμπορεύματος από τον Μαρξ ήταν κάτι το «εύλογο» (σελ. 127). Έτσι είναι πιστός στη θέση του ότι η θεωρητική ανάλυση αρχίζει από το «συγκεκριμένο», το «άμεσα γνωστό με την βοήθεια των αισθητηρίων». Εκείνο που είναι πραγματικά εύλογο είναι ότι ο σ. Μπιτσάκης (μέλος του ΚΜΕ τότε) θα πέσει αμέσως σε αντιφάσεις, αν προσπαθήσει να εξηγήσει γιατί ο καθένας που ξέρει να χρησιμοποιεί τα αισθητηριά του διαπιστώνει ότι το προτσές που αναλύει ο Μαρξ, η κατευθείαν ανταλλαγή ενός εμπορεύματος με ένα άλλο, είναι κάτι εξαιρετικά σπάνιο και περιθωριακό στην αναπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία.

Ακόμα παραπέρα, η μέθοδος που θεωρεί ότι ο εξωτερικός κόσμος γίνεται γνωστός στο αίσθημα και όχι ότι δίνεται μόνο στο αίσθημα, εμποδίζει το σ. Μπιτσάκη να παρακολουθήσει την ανάλυση του Μαρξ. Ενώ δηλώνει ότι «Η ανάλυση του εμπορεύματος προϋποθέτει συνεπώς τη λογική της αντίθεσης (τη διαλεκτική λογική), (σελ. 128), δεν συλλαμβάνει την αντίθεση μέσα στην ουσία των φαινομένων, αλλά μόνο στην εξωτερική της εκδήλωση. Έτσι, ενώ παραθέτει αρκετά αποσπάσματα που είναι σαφέστατα, ο ίδιος δεν αναφέρει πουθενά την κατηγορία της αξίας. Μιλάει μόνο για την ανταλλακτική αξία. Γράφει: «Ο Μαρξ απέδειξε ότι η ανταλλακτική αξία προσδιορίζεται από την ποσότητα εργασίας που σε μια δεδομένη κοινωνία απαιτείται για την παραγωγή ενός προϊόντος», (σελ. 129). Το εμπόρευμα χαρακτηρίζεται σαν «ενότητα αντιθέσεων», επειδή «παρουσιάζει μ’ αυτό τον τρόπο δύο αλληλένδετες και αντίθετες όψεις», (σελ. 128) – δηλαδή την αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία. Έτσι, η αξία χρήσης και η ανταλλακτική αξία, δηλαδή η ισοδύναμη και η σχετική μορφή της αξίας, οι δύο πόλοι της εσωτερικής αντίφασης του εμπορεύματος με τους οποίους αυτή εξωτερικεύεται στην πράξη της ανταλλαγής, υποκαθιστούν την πηγή της αυτοδύναμης κίνησης και ανάπτυξης του εμπορεύματος. Εδώ είναι που ο σ. Μπιτσάκης πισωγυρίζει πίσω και από τον Ρικάρντο, ο οποίος επέμενε στην αναζήτηση της ενδογενούς ουσίας του εμπορεύματος, ανεξάρτητα από την ανταλλαγή, και συνέλαβε την έννοια της αξίας.

Επομένως, όλη η ανάλυση του Μαρξ που ανιχνεύει, λογικά και ιστορικά μέσα στην ίδια την υλική πραγματικότητα της κοινωνικής πράξης το ξεδίπλωμα αυτής της εσωτερικής αντίφασης, για να φτάσει στο χρήμα και από εκεί στο κεφάλαιο, παραμένει σκοτεινή για το σ. Μπιτσάκη. Γι’ αυτό και καταλήγει σε ταυτολογικά παραδοξολογήματα, όπως ότι «… η ανάλυση αυτή οδηγεί απ’ ευθείας στη θεωρία της υπεραξίας, άρα στην κατανόηση της ουσίας του καπιταλισμού, που συνίσταται στην ατομική ιδιοποίηση της κοινωνικά παραγόμενης υπεραξίας», (σελ. 130). Η ουσία του καπιταλισμού είναι η παραγωγή υπεραξίας, δηλαδή απλήρωτης εργασίας που παράγει το κέρδος του καπιταλιστή. Η διατύπωση του σ. Μπιτσάκη φαίνεται να σημαίνει ότι αν καταργηθεί η ατομική ιδιοποίηση της υπεραξίας, θα καταργηθεί ο καπιταλισμός, θα καταργηθεί το Σύστημα της Μισθωτής Εργασίας. Πέρα από την αντιφατικότητά της, αυτή η πρόταση – πρόταση όλων των κρατικοκαπιταλιστών – φαίνεται να θεωρεί την «κοινωνικά παραγόμενη υπεραξία» σαν κάτι το φυσικό. Είναι το ίδιο σαν να λέει ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ατομικός ιδιοκτήτης. Και έτσι πέφτει ο ίδιος στους κύκλους της ανιστορικής θεώρησης που τόσο κατηγορεί. Το παραδοξολόγημα παύει να είναι τέτοιο και μετατρέπεται σε συγκεκριμένη θέση, αν θεωρήσει κανείς ότι η άρση τους, βρίσκονται στη σφαίρα της κυκλοφορίας και όχι της παραγωγής παρόλους τους ισχυρισμούς του σ. Μπιτσάκη για το αντίθετο.

Η αποφυγή λοιπόν της ουσιαστικής αντίφασης, αυτή είναι η καρδιά του ζητήματος. Και σ’ αυτή τη βάση μπορούμε να κρίνουμε τη λεγόμενη «ταξική όραση». Η ταξική τοποθέτηση του Μαρξ, η θέση του, δηλαδή, στο στρατόπεδο της προλεταριακής επανάστασης, αναμφισβήτητα ήταν προϋπόθεση για το έργο του. Το ζήτημα όμως δεν εξαντλείται στην επιθυμία ή και την ενεργητική συμμετοχή στον αγώνα για την χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Ο οποιοσδήποτε προλετάριος μαχητής το έκανε και το κάνει αυτό. Η ταξική σκοπιά έχει έναν επιστημονικό χαρακτήρα γιατί μόνη αυτή μπορεί να αναζητήσει τις πραγματικές αντιφάσεις στην πηγή τους και να τις οξύνει, όχι να τις αποφύγει ή να τις συγκαλύψει, δημιουργώντας έτσι τους όρους για το ξεπέρασμά τους. Η ταξική σκοπιά του Μαρξ βρίσκεται πάνω απ’ όλα στο γεγονός ότι η επιστημονική του ανάλυση στο «Κεφάλαιο» έγινε και παραμένει η βάση της στρατηγικής της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Εδώ είναι που φαίνεται καθαρά η αντίθεση του σ. Μπιτσάκη στο πολιτικό πια επίπεδο. Αφού παραθέτει το γνωστό απόσπασμα όπου ο Μαρξ λέει ότι η ανθρωπότητα θέτει μόνο προβλήματα που μπορεί να λύσει, γράφει:

Στο παραπάνω απόσπασμα ο Μαρξ, κινούμενος σε ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης, αναδεικνύει το βασικό νόμο κίνησης των ανθρώπινων κοινωνιών. Αλλά οι κοινωνικοί σχηματισμοί χαρακτηρίζονται στην κάθε ιστορική στιγμή τους από ένα σύνολο αντιθέσεων. Έτσι η ωρίμανση ενός τρόπου παραγωγής και η όξυνση των αντιθέσεών του δεν οδηγεί αναπόφευκτα στην επανάσταση, τουλάχιστον για μια ιστορική περίοδο, που όπως γράφει ο Λένιν, μπορεί να είναι μια περίοδος παρατεινόμενης κρίσης και σήψης. Αντίθετα, η όξυνση του πλέγματος των αντιθέσεων ενός σχηματισμού μπορεί να οδηγήσει στην επαναστατική αλλαγή προτού ωριμάσουν οι παραγωγικές του δυνάμεις, όπως θα απαιτούσε το καθαρό θεωρητικό σχήμα. Αυτό π.χ. συνέβη με την Οκτωβριανή Επανάσταση και την Επανάσταση στην Κίνα και σε άλλες εξαρτημένες και υποανάπτυκτες χώρες», (σελ. 141).

Εδώ, ξεκάθαρα, σύμφωνα με όλες τις παραδόσεις του μενσεβικισμού, η αρχή της παγκόσμιας επανάστασης και η παραπέρα εξάπλωσή της δεν θεωρούνται σαν η επιβεβαίωση και ανάπτυξη της στρατηγικής του «Κεφαλαίου», αλλά μια εξαίρεση ή μάλλον μια διάψευση του «καθαρού θεωρητικού σχήματος».

Τελειώνοντας να πω πώς ο σ. Μπιτσάκης παρά τις συχνές φραστικές αναφορές του στη διαλεκτική, φαίνεται να μην κατανοούσε την ουσία της. Στο Β’ Πανελλήνιο Συνέδριο Φιλοσοφίας που έγινε στην Αθήνα στις 24-26 Σεπτέμβρη 1983, την περίοδο που κυκλοφόρησε και το βιβλίο στο οποίο αναφερόμαστε, στην ομιλία του, είπε: «Η παρούσα εισήγηση θα επιχειρήσει να σχετικοποιήσει (με την έννοια της διαλεκτικής) αυτή την αντίθεση φυσικών επιστημών και φιλοσοφίας σε δύο επίπεδα»!

Να δούμε τώρα τι λέει ο Λένιν: «Η Διαλεκτική είναι η θεωρία που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο τα Αντίθετα μπορούν να είναι και συνήθως είναι (γίνονται) ταυτόσημα – κάτω από ποιους όρους είναι ταυτόσημα μετατρεπόμενα το ένα στο άλλο – η θεωρία που δείχνει γιατί το ανθρώπινο πνεύμα πρέπει να συλλαμβάνει αυτά τα αντίθετα, όχι σαν νεκρά και άκαμπτα, αλλά σαν ζωντανά, εξαρτημένα, μετατρεπόμενα το ένα στο άλλο», (Β.Ι. Λένιν: «Φιλοσοφικά Τετράδια», σελ. 20 εκδ. Ρινόκερως).

Ο σ. Μπιτσάκης πρότεινε μια βαθμιαία κλίμακα ανάμεσα στα αντίθετα. Ανάμεσα στις φιλοσοφικές και τις επιστημονικές βλέπει τις «ημιφιλοσοφικές έννοιες» να γεφυρώνουν την απόσταση. Αλλά για το μαρξισμό, η διαλεκτική σχέση φιλοσοφίας και επιστημών δεν σημαίνει με κανέναν τρόπο τη βαθμιαία εξομάλυνση ή σχετικοποίηση της αντίθεσής τους. Σημαίνει ότι η φιλοσοφία και οι επιστήμες είναι ενότητα αντιθέτων σε σύγκρουση, αλληλοδιείσδυση και αλληλομετατροπή. Το αντικείμενο γνώσης της φιλοσοφίας είναι το Καθολικό, το όλο που βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με τα μέρη του. Κάθε επιμέρους επιστήμη ερευνά το Καθολικό σε μια ειδική μορφή του και έτσι αποκαλύπτει τους ειδικούς νόμους που η ουσία τους είναι οι γενικοί νόμοι κίνησης της Φύσης.

Η φιλοσοφία του Μαρξισμού, ο διαλεκτικός υλισμός, εγκαθιδρύει μια νέα ιστορική σχέση με την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών. «Ο τελευταίος αυτός υλισμός, η άρνηση δηλαδή της άρνησης, δεν είναι μια απλή επάνοδος στον παλιό υλισμό, αλλά προσθέτει σ’ ότι υγιές απόμεινε από τον παλιό υλισμό, ολόκληρο το περιεχόμενο της ανάπτυξης επί δύο χιλιάδες χρόνια, της φιλοσοφίας, των φυσικών επιστημών και της ανθρώπινης νόησης καθώς και της ιστορίας της ανθρωπότητας των δύο αυτών χιλιάδων χρόνων. Έτσι δεν είναι πια φιλοσοφία αλλά μια απλή κοσμοθεωρία, που δεν χρειάζεται πια να εφαρμόζεται και να υφίσταται σαν ξεχωριστή επιστήμη των επιστημών, αλλά να δρα μέσα στις πραγματικές επιστήμες. Η φιλοσοφία επομένως έχει “αρθεί” εδώ, δηλαδή έχει “ξεπεραστεί και ταυτόχρονα διατηρηθεί”, έχει ξεπεραστεί ως προς τη μορφή της, έχει διατηρηθεί όμως ως προς το πραγματικό της περιεχόμενο», (Φ. Ένγκελς: «Αντι-Ντίριγκ», «Αντι-Ντίριγκ» Ολόκληρο το βιβλίο σελ. 207). Με το μαρξισμό, η φιλοσοφία για πρώτη φορά γίνεται επιστημονική, στις μέθοδες της έρευνάς της…

Καμιά επιστήμη δεν μπορεί να προσεγγίσει σωστά τα μεθοδολογικά της ζητήματα και να θεμελιώσει το αντικειμενικό της περιεχόμενο χωρίς τη φιλοσοφία. Η ίδια η φιλοσοφία χωρίς τις επιστήμες δεν μπορεί να είναι μια κοσμοθεωρία που συνθέτει τα επιτεύγματα όλων των επιστημών και δημιουργεί μια νέα, επιστημονική εικόνα του κόσμου στην πάλη για την αλλαγή του. Σ’ αυτή τη βαθειά διαλεκτική σχέση ενότητας και σύγκρουσης στήριξε ο Λένιν την αντικειμενική απαίτηση για συμμαχία διαλεκτικού υλισμού και επιστημών.

Δεν μπορούμε να φτάσουμε στην αντικειμενική αλήθεια, η ανθρώπινη γνώση δεν μπορεί να είναι αντικειμενική. Ο μαρξισμός είναι αντίθετος με την αντίληψη για την «απόλυτη γνώση» που ζητούσαν οι προμαρξιστικές φιλοσοφίες. Διαφέρει όμως η απόλυτη γνώση από την απόλυτη αλήθεια. Κάθε σχετικό έχει μέσα του ένα απόλυτο και το αντίστροφο.

Κάθε σχετική αλήθεια είναι αντικειμενική και επομένως, σ’ ένα βαθμό που μπορεί να προσδιοριστεί, είναι και απόλυτη αλήθεια. Όπως τόνιζε ο Ένγκελς «κάθε αληθινή γνώση της φύσης είναι γνώση του αιώνιου, του άπειρου και έτσι ουσιαστικά του απόλυτου». Μέσα σε κάθε σχετικό υπάρχει το απόλυτο. Η ίδια η ιστορία της γνώσης είναι η γνώση του απόλυτου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου