Σελίδες

Σάββατο 7 Μαΐου 2011

ΟΙ ΜΕΤΕΜΦΥΛΙΟΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΟΙ
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΕΜΦΥΛΙΟΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ
ΕΛΛΑΔΑ

Ο Ελληνικός
Εμφύλιος Πόλεμος (1940-’49) είναι χρονικά ο τελευταίος τέτοιας κλίμακας
εμφύλιος πόλεμος, η τελευταία μεγάλη – και προδομένη – σοσιαλιστική επανάσταση
που έγινε μέχρι τώρα στην Ευρωπαϊκή ήπειρο.

(Από τη ΦΩΝΗ ΤΗΣ
ΔΕΥΤΕΡΑΣ 8 Απρίλη 1985) 2ον ΜΕΡΟΣ


ΒΗΧΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

Η διεθνής σημασία του είναι αναμφισβήτητη. Χωρίς την ήττα του ελληνικού αντάρτικου θα ήταν υπονομευτική από την αρχή της η τεράστια μεταπολεμική προσπάθεια του ιμπεριαλισμού να αναστηλώσει τον ερειπωμένο καπιταλισμό στην Ευρώπη και διεθνώς και να αναχαιτήσει την ευρωπαϊκή σοσιαλιστική επανάσταση. Το κοινωνικοοικονομικό σύστημα του Μπρέτον Γούντς δεν μπορούσε να στηρίξει την μεταπολεμική σταθεροποίηση και πληθωριστική επέκταση του καπιταλισμού μ’ ένα επαναστατικό ηφαίστειο τύπου Βιετνάμ στο νοτιοανατολικό άκρο της Ευρώπης.
Κι αντίστροφα: η άδοξη νίκη της ελληνικής μπουρζουαζίας ήταν αλληλένδετη με την ιστορική υποχώρηση κι αδυναμία του ιμπεριαλισμού, που εκφράστηκε με τις κεϋνσιανές παραχωρήσεις του Μπρέτον Γουντς απέναντι σε μια ευρωπαϊκή και διεθνή εργατική τάξη που αναδυόταν μέσα από τα ερείπια του πολέμου με αναγεννημένο κι ανίκητο επαναστατικό δυναμικό. Έτσι από την αρχή της η παλινορθωμένη αστική κυριαρχία στην Ελλάδα ήταν υπονομευμένη και σαθρή.
Η αδυναμία της εκφράστηκε όχι μόνο με τον παθολογικό τρόμο απέναντι στον κομμουνιστικό κίνδυνο, αλλά και με τις επίμονες προσπάθειές της να κερδίσει ξανά τα στηρίγματά της στα ανήσυχα μικροαστικά στρώματα, απομονώνοντας τα μαχητικά τμήματα της εργατικής τάξης. Είναι χαρακτηριστικό ότι χρησιμοποίησε στις κυβερνήσεις του εμφυλίου πολέμου σαν άλλοθι κι ανδρείκελο τα ρετάλια του φιλελεύθερου Κέντρου. Μετά τη νίκη της αντεπανάστασης και παρόλη την λευκή τρομοκρατία, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις εκτελέσεις δεν εγκαθιδρύθηκε ένα φασιστικό καθεστώς, όπως είχε γίνει προπολεμικά μετά την ήττα του Ισπανικού Εμφύλιου Πολέμου. Αντίθετα, υποχρεώθηκε να καλύψει το απολυταρχικό πολιτικό της σύστημα με την βιτρίνα μιας ελεγχόμενης αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στα κέντρα εξουσίας, φυσικά, παρέμεναν οι πιο μαύρες δυνάμεις της αντίδρασης, η μοναρχία κι η στρατοκρατική κάστα, ελεγχόμενη από τη χούντα του ΙΔΕΑ και, μετά το Δόγμα Τρούμαν, οι γκαουλάϊτερ του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Τα πληβειακά, όμως, στρώματα, γεμάτα ακόμα από τις διαψευδόμενες προσδοκίες της ΕΑΜικής κοσμογονίας και από το μίσος απέναντι σε μια αστική τάξη, που τα αρχαιότερα τμήματά της ταυτίστηκαν με τις αρχές κατοχής ενώ τα νεότερα και νεότατα φτιάχτηκαν στη βάση της μαύρης αγοράς και της πιο κτηνώδους κερδοσκοπίας, βλέποντας το άθλιο παρόν και το ακόμα πιο αμφίβολο μέλλον συνέχισαν να βρίσκονται σε αναταραχή.
Για να κερδίσει τα αναγκαία στηρίγματα της η άρχουσα τάξη έπρεπε να προσφέρει στα στρώματα αυτά οικονομική διέξοδο κι εξασφάλιση. Στηρίχτηκε, όπως κι όλη η ευρωπαϊκή μπουρζουαζία μετά το Μπρέτον Γουντς, στην χρηματοδότηση του αμερικάνικου κεφαλαίου. Με την διαφορά ότι στην Ελλάδα οι πόροι που άρχισαν να ρέουν με το Σχέδιο Μάρσαλ μπήκαν σε άλλα «παραδοσιακότερα» κανάλια, σύμφωνα με την ντόπια καθυστέρηση.
Πρώτα-πρώτα χρηματοδότησαν μια νέα υπερδιόγκωση της κρατικής μηχανής και δημοσιοϋπαλληλικής γραφειοκρατίας, που πρόσφερε στους μικροαστούς μόνιμη δουλιά και εισόδημα, με την προϋπόθεση να πληρούν τους όρους και τους ελέγχους του αντικομμουνιστικού απολυταρχικού πολιτικού συστήματος και να το στηρίζουν σαν τον συλλογικό τους εργοδότη.
Αργότερα, και στο βαθμό που αναπτυσσόταν η διεθνής πληθωριστική άνθηση του καπιταλισμού, ανοίξαν και νέοι διέξοδοι.
Η μετανάστευση 1.500.000 ελλήνων αγροτών κι εργαζόμενων στα ανθούντα βιομηχανικά κέντρα της Κεντρικής, Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης λειτούργησε σαν ασφαλιστική δικλείδα, την στιγμή που η μαζική ανεργία τη δεκαετία του ’50 είχε φτάσει το 30%.
Αλλά κι η εσωτερική μετανάστευση κι αστυφιλία, ιδιαίτερα προς την υδροκέφαλη πρωτεύουσα δεν πήγαιναν πίσω. Τα συρρέοντα πλήθη αναζητούσαν δουλιά όχι πια μόνο στο διογκωνόμενο τομέα των υπηρεσιών αλλά από τη δεκαετία του ’60 και πέρα, και στις οικοδομικές δραστηριότητες. Οι τελευταίες γνώρισαν πρωτοφανή άνθηση καθώς το το ντόπιο κεφάλαιο, λόγω της καθυστέρησης και του προβαδίσματος του δυτικού βιομηχανικού κεφάλαιου, τείνει διαρκώς να πάρει την μορφή του εισοδηματικού κεφάλαιου.
Την περίοδο 1963-1973 συντελείται η πιο έντονη εκβιομηχάνιση της ιστορίας του ελληνικού καπιταλισμού, καθορισμένη και υποταγμένη στις ανάγκες της συσσώρευσης του κεφάλαιου στη Δύση. Οι πολυεθνικές εταιρείες, για να αντιμετωπίσουν την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους τους, στρέφονται σε επενδύσεις εργοστασίων μεταποίησης και συναρμολόγησης σε χώρες με φτηνή εργατική δύναμη και ανύπαρκτες συνδικαλιστικές ελευθερίες (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ν. Κορέα, Φιλιππίνες κλπ.). Είναι σ’ αυτή την περίοδο όπου για πρώτη φορά η Ελλάδα παύει να είναι κύρια αγροτική χώρα, και η συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ ξεπερνά εκείνη της γεωργίας. Συνδεμένο με το ξένο αναπτύσσεται και ντο ντόπιο βιομηχανικό κεφάλαιο ενώ επιταχύνεται η ενσωμάτωση της ελληνικής στην ευρωπαϊκή καπιταλιστική οικονομία και αγορά.
Σ’ όλη την μεταπολεμική περίοδο της διεθνούς καπιταλιστικής άνθησης και επέκτασης του παγκόσμιου εμπορίου, μεγάλη ανάπτυξη γνώρισε το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο, ιδιαίτερα με τη σύνδεσή του με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό μετά το δόγμα Τρούμαν και την «συμφωνία των Λίμπερτις».
Όλη αυτή η φαινομενική σταθεροποίηση ισορροπούσε ασταθώς πάνω στις βάσεις των συμφωνιών του Μπρέτον Γουντς. Όταν, όμως, οι διεθνείς αντιφάσεις, που οι μηχανισμοί του Μπρέτον Γουντς προσπάθησαν να συγκρατήσουν άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια, τη δεκαετία του ’60, και να τους κλονίζουν, η ισορροπία του μετεμφυλιοπολεμικού οικοδομήματος στην Ελλάδα κλονίστηκε μοιραία.
Οι τρεις στύλοι της μετεμφυλιοπολεμικής αστικής εξουσίας – η Μοναρχία, το ελεγχόμενο Κοινοβούλιο, ο Στρατός – μπροστά στο απειλητικά ανερχόμενο μαζικό κίνημα, άρχισαν να κλονίζονται και να γκρεμίζονται παρασύροντας ο ένας τον άλλο. Το 1965, η Μοναρχία ουσιαστικά κατάργησε το Κοινοβούλιο, αποπέμποντας την εκλεγμένη κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου κι εξαπολύοντας το όργιο της Αποστασίας και της εξαγοράς. Το 1967 ο Στρατός θα επιβάλει τη δικτατορία των συνταγματαρχών, για να εμποδίσει τον επικείμενο εκλογικό θρίαμβο των θυμάτων της Αποστασίας και το ανεξέλεκτο ξέσπασμα του μαζικού κινήματος καταργώντας και τυπικά το Κοινοβούλιο και στη συνέχεια τη Μοναρχία. Το 1974, τέλος, η ίδια η εξουσία των στρατοκρατών καταρρέει.
Το απριλιανό πραξικόπημα είχε, όπως είπαμε, χαρακτήρα προληπτικού κτυπήματος. Δεν νίκησε ποτέ τις μάζες στη μάχη ούτε και απόκτησε ποτέ λαϊκό έρεισμα. Γι’ αυτό παρόλες τις κτηνωδίες του, επιχείρησε να αποφύγει μια άμεση αναμέτρηση με τις μάζες, συγκρατώντας τα οικονομικά προβλήματα να μην πάρουν εκρηκτική κοινωνική και πολιτική έκφραση, με τον ελεγχόμενο πληθωρισμό, τον εξωτερικό δανεισμό και το άνοιγμα των πυλών στην εισβολή των επενδύσεων των ληστρικών πολυεθνικών μονοπωλίων.
Με την κατάρρευση των συμφωνιών του Μπρέτον Γουντς τον Αύγουστο του 1971, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την χούντα. Ο ελεγχόμενος πληθωρισμός έγινε ανεξέλεγκτος και με τον καλπασμό του άρχισε να συμβαδίζει ένα αναπτυσσόμενο μαζικό κίνημα από το 1972 με επικεφαλής την φοιτητική νεολαία κι αποκορύφωμα την ηρωική εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 – τη μεγαλύτερη κοινωνική σύγκρουση στην Αθήνα από τα Δεκεμβριανά του 1944.
Υπονομευμένη από το ανερχόμενο κίνημα, διασπασμένη εσωτερικά, έχοντας χάσει το οικονομικόέδαφος κάτω από τα πόδια της, η χούντα κατάρρευσε τον Ιούλη του 1974, μετά το πραξικόπημά της κατά του Μακάριου, την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τον σάλο της επιστράτευσης.
Όπως η επιβολή της δικτατορίας στις 21 Απρίλη 1967 – η πρώτη δικτατορία που επιβλήθηκε μεταπολεμικά στην Ευρώπη – σημάδευε την αρχή του τέλους της διεθνούς ισορροπίας της περιόδου της άνθησης, έτσι κι η κατάρρευσή της ήταν η άμεση επαναστατική συνέπεια της κατάρρευσης της άνθησης και της μετατροπής της σε παγκόσμια οικονομική αποτελμάτωση μετά τον πόλεμο του Γιόμ Κιπούρ, το μποϋκοτάζ πετρελαίου και τον τετραπλασιασμό της τιμής του. Είναι αξεχώριστη από μια ολόκληρη σειρά επαναστατικών εκρήξεων την ίδια περίοδο: απεργία των ανθρακορύχων και ανατροπή της κυβέρνησης Χίθ στην Βρετανία τον Φλεβάρη του 1974, Αιθιοπική Επανάσταση τον Μάρτη 1974, Πορτογαλική Επανάσταση τον Απρίλη 1974, αποπομπή του Νίξον τον Αύγουστο του 1974, νίκη της Βιετναμέζικης Επανάστασης και πτώση του φρανκικού φασισμού στην Ισπανία το 1975.

Η ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ

Οι «από πάνω» δεν μπορούσαν πια να κυβερνούν με τον παλιό τρόπο και ούτε οι «από κάτω» να ζουν όπως παλιά. Οι όροι μιας επαναστατικής κατάστασης υπήρχαν. Αλλά οι μάζες δεν ήταν πολιτικά προετοιμασμένες για να καταλάβουν την εξουσία λόγω της παρατεταμένης κρίσης ηγεσίας της εργατικής τάξης.
Το «κενό εξουσίας» κάλυψε ο Καραμανλής με τη βοήθεια του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, της ντόπιας μπουρζουαζίας κι όλων των μερίδων του αστικού πολιτικού κόσμου και των συντρόφων μου στο ΚΚΕ! Η επιχείρηση διάσωσης της αστικής εξουσίας με τη μεταπολίτευση στηρίχτηκε σ’ ένα νέο σύστημα οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών μηχανισμών.

Οικονομικά, στηρίχτηκε, όπως και πάμπολα άλλα κλυδωνιζόμενα αστικά καθεστώτα την ίδια περίοδο, στον πιο ξέφρενο εξωτερικό δανεισμό από την δεξαμενή της ευρωαγοράς δολαρίων. Τα τεράστια ποσά πληθωριστικών δολαρίων, εξαπολύθηκαν, ανεξέλεγχτα, μετά τον τερματισμό της σταθερής μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό, μέσα στο διεθνές πιστωτικό σύστημα και η «ανακύκληση των πετροδολαρίων» του ΟΠΕΚ μέσα από την κατάθεσή τους στις δυτικές ιδιωτικές τράπεζες, στήριξε την ανάπτυξη μιας «Νέας Οικονομίας του Χρέους» διεθνώς.

Η οικονομική στρατηγική της άρχουσας τάξης, την περίοδο της μεταπολίτευσης, στηριζόταν στην αποφυγή των κοινωνικών συνεπειών από τον εκρηκτικό συνδυασμό πληθωρισμού και ανεργίας. Σκόπιμα συγκράτησαν την ανεργία, με τον κρατικό παρεμβατισμό και την δανειοδότηση, στη βάση του εξωτερικού χρέους των δημόσιων ελλειμμάτων και της βαλτωμένης πλέον βιομηχανίας. Από την άλλη μεριά, αντιμετώπισαν την αντίσταση των μαζών στον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό, με τα μέσα του αυταρχισμού, το νόμο 330 ενάντια στα συνδικάτα, την κρατική ΓΣΕΕ κλπ. Φυσικά, στη σύγκρουσή τους με τις μάζες, οι κυβερνήσεις Καραμανλή είχαν την υποστήριξη της ψευτοαριστερής αντιπολίτευσης του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και των ευρωσταλινικών, που όλοι τους αντιπάλεψαν με λύσσα τη γραμμή της ανατροπής του Καραμανλή, που έβαζαν διάφορες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Ο Καραμανλής και οι κυβερνήσεις του αντιμετώπιζαν μια Ελλάδα βαθιά αλλαγμένη οικονομικά και κοινωνικά, σε σχέση με τη προδικτατορική περίοδο. Η εκβιομηχάνιση του 1963-73 κι η ανάπτυξη του τομέα της Κοινής Ωφέλειας οδήγησαν στη δημιουργία ενός νέου πολυπληθούς βιομηχανικού προλεταριάτου, αυξάνοντας αφάνταστα το ειδικό κοινωνικό του βάρος, καθώς και νέων κατηγοριών μισθωτών εργαζομένων κι επιστημόνων. Μια νέα μικροαστική τάξη – τεχνική ιντελλιγκέντσια, μισθωτοί υπάλληλοι των υπηρεσιών κλπ – αναπτύχθηκε ραγδαία την τελευταία 20ετία, ριζοσπαστικοποιήθηκε τα χρόνια της χούντας και στράφηκε στην μεταπολίτευση προς τα αριστερά σε μορφές συνδικαλιστικής οργάνωσης και πάλης κοντά στο εργατικό κίνημα.

Αυτά τα νέα, ανερχόμενα μικροαστικά στρώματα με τις αυξανόμενες απαιτήσεις βλέπανε τις επιδιώξεις τους να μπλοκάρονται από ένα πολιτικό σύστημα που, μ’ όλες τις απόπειρες εκσυγχρονισμού του από τη ΝΔ, παρέμενε σε μεγάλο βαθμό κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο των παραδοσιακών κυκλωμάτων πατρωνείας και πελατείας των γερόντων της δεξιάς και της παραδοσιακής νομής της κρατικής εξουσίας. Γι’ αυτό το λόγο η νέα μικροαστική τάξη, μαζί με αυξανόμενες μερίδες της «παλιάς» μικρομπουρζουαζίας που θερίζονταν από τον πληθωρισμό και τον πόλεμο του μεγάλου κεφάλαιου, στράφηκαν κι έθρεψαν τον λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ, που είχε την αποφασιστική υποστήριξη του φρέσκου βιομηχανικού προλεταριάτου και των εργαζομένων στην Κοινή Ωφέλεια.
Με το δεύτερο πετρελαϊκό σοκ του ’79 και την αρχή του τέλους της «Νέας Οικονομίας του Χρέους» το καθεστώς της ΝΔ φτάνει στο όριο των οικονομικών του δυνατοτήτων. Ο Καραμανλής «διαφεύγει» προς τα πάνω, στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ενώ η κυβέρνηση Ράλλη κάνει μια απότομη, δειλή, όσο κι εφήμερη στροφή στον ανατέλλοντα διεθνώς «μονεταρισμό» και το κλείσιμο των πιο αδύναμων και περιφερειακών «προβληματικών» εργοστασίων – επιταχύνοντας το τέλος και την εκλογική συντριβή της ΝΔ στις εκλογές του 1981.

Η ΑΝΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ

Πολιτικά, το ΠΑΣΟΚ συσπείρωσε τις παραπάνω λαϊκές κοινωνικές δυνάμεις, εκμεταλλευόμενο τόσο την αντίθεσή τους στην Δεξιά και σ’ όλο τον παραδοσιακό αστικό κεντρώο πολιτικό κόσμο, που χρεοκόπησε οικτρά το 1965, ανοίγοντας το δρόμο στη χούντα, όσο και τη δυσπιστία τους και εναντίωση στην παραδοσιακή σταλινική ηγεσία της εργατικής τάξης, που βαρύνονταν από το ξεπούλημα του ΕΑΜ κι από αλλεπάλληλες ήττες του κινήματος Το πέτυχε χρησιμοποιώντας ένα νεφέλωμα λαϊκίστικης δημαγωγίας, αντιιμπεριαλιστικής ρητορικής, ιδεολογικών κατασκευών της αγγλοσαξωνικής «Νέας Αριστεράς» και των ρεβιζιονιστών του Τροτσκισμού και θολών σοσιαλιστικών υποσχέσεων.

Το οικονομικό-κοινωνικό πρόγραμμά του, μιλώντας με εκλεκτικισμό και ασάφεια για εργατική αυτοδιαχείρηση, αγροτικούς συνεταιρισμούς και τεχνοκρατικούς εκσυγχρονισμούς (σύμφωνα με τα αντίστοιχα κοινωνικά στρώματα στα οποία απευθύνονταν), δεν έβαζε πουθενά και ποτέ ζήτημα απαλλοτρίωσης της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.

Η περιφρούρηση αυτή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής είναι αλληλένδετη με την προάσπιση του αστικού κράτους (η «σοσιαλιστική αλλαγή» του ΠΑΣΟΚ αρνείται την ανάγκη της συντριβής του σαν προϋπόθεση της μετάβασης στον σοσιαλισμό) και με την απόρριψη του ανεξάρτητου, πρωτοπόρου επαναστατικού ρόλου της εργατικής τάξης.

Το σύνολο των αντιφατικών κοινωνικών και πολιτικών χαρακτηριστικών προσδιορίζει το ΠΑΣΟΚ σαν λαϊκίστικο κίνημα που δεν ξεπερνάει τα όρια του καπιταλισμού και παραμένει εγγυητής του. Επομένως η εκτίμηση του κόμματός ότι το ΠΑΣΟΚ αποτελεί δύναμη αλλαγής (σοσιαλιστικής) είναι λανθασμένη. Η αντίφαση ανάμεσα στις κοινωνικές δυνάμεις που το συνθέτουν και τις προσδοκίες τους, από τη μια, και το αστικό-οικονομικό περιεχόμενο της πολιτικής του, από την άλλη, κάνει το ΠΑΣΟΚ, ταυτόχρονα:

1) Τον κύριο εκφραστή της λαϊκής ριζοσπαστικοποίησης την περίοδο της μεταπολίτευσης και

2) Τη δεύτερη γραμμή άμυνας του καπιταλισμού στην μεταπολίτευση σαν διάδοχη λύση διατήρησης του συστήματος μετά την ανατροπή του Καραμανλή και της Δεξιάς.



Η αντίφαση αυτή θα οξυνθεί στο έπακρο μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική κορυφή του αστικού κράτους. Η στροφή των μαζών προς τα αριστερά, που εκδηλώθηκε στις εκλογές του 1981, συνέπεσε με την ανάγκη της άρχουσας τάξης για στροφή στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση, από μια πολιτική αναβολής της αναμέτρησης σε πολιτική άγριας λιτότητας. Με την ανάδυση της παγκόσμιας πιστωτικής κρίσης η πολιτική ξέφρενου εξωτερικού δανεισμού των προηγούμενων κυβερνήσεων είχε φτάσει πια στο τέρμα της. Η χώρα είχε ένα ήδη δυσβάστακτο εξωτερικό χρέος και η υπερχρέωση και συντήρηση των «προβληματικών» βιομηχανιών απειλούσε με κατάρρευση την ίδια την Εθνική Τράπεζα.

Η κυβέρνηση, όμως, του ΠΑΣΟΚ της πρώτης 4ετίας δεν τόλμησε να έρθει αμέσως σε αναμέτρηση με την εργατική τάξη και τους άλλους εργαζόμενους, που μόλις την είχαν φέρει στην εξουσία και ήταν όλο προσδοκίες και αυτοπεποίθηση. Γι’ αυτό και συνέχισε την πολιτική του εξωτερικού δανεισμού, υπερδιπλασιάζοντας το εξωτερικό χρέος, διευρύνοντας τα δημόσια ελλείμματα και μη τολμώντας να θίξει το γόρδιο δεσμό των «προβληματικών». Σπέρνοντας υποσχέσεις αριστερά και δεξιά προς τις μάζες και προς τους κεφαλαιοκράτες, πάσχισε να κερδίσει χρόνο, κάνοντας από τη μια μικρές οικονομικές παραχωρήσεις, (π.χ. ΑΤΑ) και αστικοδημοκρατικές εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις και δίνοντας, από την άλλη, καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις προς τους βιομήχανους, τους εφοπλιστές, τον Καραμανλή, τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ.

Το βίαιο ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης του χρέους το καλοκαίρι του 1982 έφερε το πρώτο μεγάλο σοκ. Στη σύνοδο του ΔΝΤ, τον Αύγουστο του ’82 στο Μόντρεαλ δόθηκαν αυστηρές συστάσεις στον τότε «Τσάρο» της οικονομίας Αρσένη, επισημαίνοντας την κρισιμότητα της υπερχρέωσης της χώρας.

Αρχίζοντας με την επίθεση ενάντια στους απεργούς του ΗΛΠΑΠ και γενικεύοντας την στη συνέχεια με την εισοδηματική πολιτική του 1983, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έκανε στροφή σε μια οικονομική πολιτική χαραγμένη με γνώμονα τις εντολές του ΔΝΤ, με στόχο την αποφυγή τόσο μιας άμεσης επέμβασής του σαν εκείνης που έκανε τότε στη Λατινική Αμερική όσο και μιας οριστικής ρήξης με τις μάζες.

Οι εργάτες και τμήματα της νέας μικροαστικής τάξης (νοσοκομειακοί γιατροί, εκπαιδευτικοί κ.ά.) αντέδρασαν βίαια με το μαζικό απεργιακό κύμα της άνοιξης του 1983, που γρήγορα άρχισε να επεκτείνεται και να συντονίζεται απειλώντας επικίνδυνα την κυβέρνηση κι οδηγώντας την στην θέσπιση του απεργοκτόνου άρθρου 4, στολισμένου με τη σάλτσα των ψευτο «κοινωνικοποιήσεων».

Ο αγώνας συγκρατήθηκε κι εκτονώθηκε με κύρια ευθύνη του δικού μας κόμματος, του ΚΚΕ, που λειτούργησε σαν κόμμα «κριτικών υποστηρικτών» του ΠΑΣΟΚ.

Η δεξιά στροφή στην εσωτερική πολιτική συνοδεύτηκε από τη δεξιά στροφή στην εξωτερική πολιτική: μετά το άρθρο 4 «μονογράφεται» και η συμφωνία παραμονής των αμερικάνικων Βάσεων.

Η σύγχυση που σπέρνεται μέσα στις μάζες που στήριζαν το ΠΑΣΟΚ αποκορυφώνεται όταν, ακριβώς, μετά τις δεξιές αυτές ενέργειες και το ποδοπάτημα των λαϊκών προσδοκιών, ερχόμαστε εμείς και προχωράμε στο επαίσχυντο «μορατόριουμ» με την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και παραπέρα στη σύσταση του «Ενωτικού προεδρείου» της ΓΣΕΕ! Ε, όχι ρε σύντροφοι. Δε θα συναινέσουμε σε όλα αυτά…

Οι πρώτοι επικίνδυνοι καρποί αυτής της σύγχυσης με την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, σε άτυπο «λαϊκό μέτωπο» μαζί μας να επαναλαμβάνει το ρόλο που έπαιξε παλιότερα η κυβέρνηση Αλλιέντε, φάνηκαν: αναθάρρυνση της δεξιάς, αύξηση της επιρροής της στους μικροαστούς, ανάπτυξη του αντιδραστικού «κινήματος της απαλλαγής», όπου, με προπομπούς τις συμμορίες των «Κενταύρων» του Μιχαλολιάκου, η ΝΔ του Αβέρωφ επιχειρεί να κερδίσει με πλειοψηφία στις Ευρωεκλογές του 1984, που θα επέτρεπε στον καραδοκούντα Καραμανλή να εξασκήσει τις υπερεξουσίες του και να ανατρέψει την κυβέρνηση με συνταγματικό πραξικόπημα.

Μονάχα η ενεργητική κινητοποίηση της εργατικής τάξης των φτωχότερων μικροαστικών στρωμάτων και των αγροτών νίκησε το κίνημα του Αβέρωφ κι έδοσε σαφή προειδοποίηση προς το ΠΑΣΟΚ.

Η επιδείνωση όμως της παγκόσμιας κρίσης διάψευσε οικτρά τις αυταπάτες ότι το ΠΑΣΟΚ θα άλλαζε τη δεξιά του πορεία και πολιτική. Ήδη, τον Δεκέμβρη του 1984, το φερέφωνο της Γουόλ Στριτ «Ιντερνάσιοναλ Κάρενσι Ριβιού», στο ραπόρτο του για την Ελλάδα, σήμανε την καμπάνα για λογαριασμό των διεθνών πιστωτών της χώρας: «Οποια κυβέρνηση κι αν εκλεγεί το 1985, θα αντιμετωπίσει άμεσα οικονομική, χρηματιστική και πολιτική καταστροφή».

Η μεταπολίτευση έφτανε στο τέρμα της. Με τα οικονομικά θεμέλια της κοινωνίας τελεσίδικα διαβρωμένα και την ταξική πόλωση να εντείνεται το κράτος ορθώθηκε γυμνό και αυταρχικό, πάνω από την κοινωνία.

Τα βίαια γεγονότα που συγκλόνισαν την Αθήνα με την επίσκεψη του φασίστα Λεπέν, την πρωτοφανή επίδειξη του αστυνομικού κράτους στην πρωτεύουσα, τα πογκρόμ ενάντια στη νεολαία με τις «επιχειρήσεις – αρετή» και τη σύγκρουση των απεργών της Μόμπιλ με την ιδιωτική αστυνομία της Γκρούπ-4, ένα νέο σκηνικό διαμορφώνεται: το καθεστώς του ΠΑΣΟΚ εκφυλίζεται σε ωμό Βοναπαρτισμό, αυτοαναιρώντας την ίδια τη μικροαστική δημοκρατική πλατφόρμα που το συγκρότησε.

Καθώς ο επίδοξος «κοινής αποδοχής» από την άρχουσα τάξη και την ΕΟΚ Καραμανλής βιαζόταν να αναλάβει το νέο του έργο ζήτησε να επισπευθεί η προεδρική εκλογή κι αντί τον Μάη του ’85 να γίνει τον Μάρτη.

Το φούντωμα, όμως, των μαζικών αγώνων στις αρχές του ’85 (Ναυπηγεία, ΕΑΒ, ΗΛΠΑΠ, νοσοκομειακοί γιατροί κ.ά.), αλληλοτροφοδοτούμενο με την τεράστια κατακραυγή στη λαϊκή βάση του ΠΑΣΟΚ ενάντια στη δηλωμένη επιλογή Καραμανλή, συγκλόνισε την κυβέρνηση κι έκανε τελείως αμφίβολη την τύχη της στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές.

ΒΗΧΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, 16 Απρίλη 1985, ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου