Σελίδες

Σάββατο 7 Μαΐου 2011

ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΡΟΛΟ ΔΑΡΒΙΝΟ ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ


ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΡΟΛΟ ΔΑΡΒΙΝΟ ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ

(Συνέχεια σε μια συζήτηση που έχει ανοίξει)

Λάβαμε το παρακάτω κείμενο του καθηγητή Φυσικής Ιστορίας Μ. Α. το οποίο δημοσιεύουμε μαζί με την απάντηση. Θα θέλαμε όμως να επισημάνουμε ότι ο κ. Αντωνίου μάλλον αναφέρεται στα Αρθρα της Κ. ΛΗΜΝΟΥ «Ένας ασυνείδητος Διαλεχτικός» και «Ο Δαρβινισμός μετά τον Δαρβίνο» και όχι στο άρθρο του Παναγιώτη Βήχου. Ωστόσο το κείμενο του κ. Αντωνίου μας έδωσε την αφορμή να επεκταθούμε περισσότερο γύρω από το Δαρβίνο και το Δαρβινισμό παραθέτοντας ένα καινούργιο άρθρο που είναι και απάντηση συγχρόνως.

«Έχω να κάνω μερικές παρατηρήσεις πάνω στο άρθρο του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΒΗΧΟΥ «ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΡΟΛΟ ΔΑΡΒΙΝΟ»
Νομίζω ότι το άρθρο παρουσιάζει ασάφειες ή ανακρίβειες σε καίρια σημεία, με τρόπο που να προκαλεί παρανοήσεις στον αναγνώστη, κάτι βέβαια που δεν μπορεί να γίνει δεκτό όταν μάλιστα πρόκειται για προσπάθεια απολογισμού του έργου του Δαρβίνου, σε μια περίοδο που η θεωρία της εξέλιξης συγκεντρώνει και πάλι τα πυρά της αντίδρασης και των σκοταδιστών εν έτη 2004?.

Μ. Α.

(Καθηγητής Φυσικής Ιστορίας)»

1. Η φυσική επιλογή. Η ιδέα της εξέλιξης των ενόργανων όντων διατυπώθηκε πολύ πριν από τον Δαρβίνο, κυρίως από τους Μπιφόν, Ζοφρουά Σεντ – Ιλέρ, Λαμάρκ. Αλλά δεν κυριάρχησε ούτε μεταξύ των ειδικών, κυρίως για το λόγο ότι οι υποστηρικτές της δεν ήταν σε θέση να υποδείξουν έναν πειστικό φυσικό μηχανισμό μέσα από τον οποίο η εξέλιξη να προχωρεί. Ο Δαρβίνος, ταυτόχρονα με τον Γουάλας, πέρα από το τεράστιο εμπειρικό υλικό που συγκέντρωσαν, ενάντια στην υπόθεση της ξεχωριστής δημιουργίας των ειδών, έδειξαν πρώτοι το μηχανισμό της εξέλιξης: τη φυσική επιλογή. Εδώ βρίσκεται η κύρια συνεισφορά του Δαρβίνου και ακριβώς αυτό το σημείο συσκοτίζεται ή μπερδεύεται με ένα άλλης τάξης ζήτημα – τον αγώνα για την ύπαρξη – στο άρθρο του Παναγιώτη Βήχου.

Συνοπτικά ο μηχανισμός αυτός, όπως περιγράφτηκε από τον ίδιο τον Δαρβίνο, έχει ως εξής (Δες Κ. Δαρβίνου: «Η Καταγωγή των Ειδών», σελ. 88-139, εκδ. «Γκοβόστης-Μπάϋρον», Αθήνα 1974). α) Μέσα στα πλαίσια ενός είδους ή κάποιας ποικιλίας εμφανίζεται κατά κανόνα μια μεταβλητότητα, δηλαδή παρεκκλίσεις από τον «αρχικό τύπο», προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, ως προς αυτό ή εκείνο το χαρακτηριστικό. β) Οι παρεκκλίσεις αυτές είναι δυνατό να μεταβιβάζονται κληρονομικά. γ) Σε κάθε γενιά παράγονται, από τα περισσότερα είδη, περισσότεροι σπόροι ή νεογνά ή αυγά, απ’ όσους απογόνους μπορούν συνολικά να επιζήσουν. (Είναι όμως δυνατό ο αριθμός των απογόνων ή των αυγών να ρυθμίζεται από τη φυσική επιλογή. Δες Τζ. Μ. Σμίθ: «Η Θεωρία της Εξέλιξης», σελ. 42-48. Εκδ. «ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ», Αθήνα 1979). Έτσι κάθε άτομο (ή και ο πληθυσμός σαν σύνολο) είναι υποχρεωμένο να δοκιμαστεί σε κάποια φάση της ζωής του, ως προς την ικανότητά του να επιβιώσει και να αναπαραχθεί (αγώνας για την ύπαρξη). δ) Σαν συνέπεια των παραπάνω, εκείνο το τμήμα του πληθυσμού, που έχει εμφανίσει μια ευνοϊκή παραλλαγή, από την άποψη της προσαρμογής στο περιβάλλον του, έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να επιβιώσει και να αναπαραχθεί. Η ευνοϊκή παραλλαγή, θα μεταβιβαστεί στην επόμενη γενιά και θα εμφανιστεί με μεγαλύτερη συχνότητα στον μελλοντικό πληθυσμό. Το αποτέλεσμα θα είναι, ύστερα από πολλές γενιές, η «επιλογή» της παραλλαγής, η παρέκκλιση ολόκληρου του πληθυσμού από τον «αρχικό τύπο» και η εξέλιξη του είδους, προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικότερης προσαρμογής του στο περιβάλλον του. Είναι δυνατόν επίσης ο πληθυσμός να παρεκκλίνει προς δυό ή περισσότερες κατευθύνσεις, αν επιλεγούν δυό ή περισσότερες τάσεις μεταβολής, που με διαφορετικούς τρόπους προσαρμόζουν το είδος στο περιβάλλον του. Έτσι ο αρχικός πληθυσμός μπορεί, με τη μεσολάβηση του χρόνου, να διασπαστεί σε ξεχωριστές ποικιλίες και – με την εξαφάνιση των ενδιάμεσων μορφών – σε ξεχωριστά είδη.

Για τον Δαρβίνο, μια ποικιλία είναι «είδος σε κατάσταση γίγνεσθαι», κλπ. Βλέποντας τη δράση της φυσικής επιλογής αναδρομικά, συμπεραίνει ότι όλα τα είδη είναι απόγονοι ενός ή λίγων αρχέγονων τύπων, πράγμα που ερμήνευε τόσο τις αμοιβαίες «συγγένειες» των οργανισμών, όσο και τις διαπιστώσεις της εμβρυολογίας, γεωλογίας, παλαιοντολογίας κλπ., της εποχής του. Η φράση στο άρθρο του Π. Βήχου: «Οι απόγονοι ενός ατόμου με χαρακτηριστικά που ευνοούν την προσαρμογή έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά αυτά» είναι λαθεμένη και αποτελεί καρικατούρα της φυσικής επιλογής (όρος που δε αναφέρεται σε κείνο το σημείο, αλλά αρκετά παρακάτω). Σίγουρα, οι απόγονοι ενός ατόμου, με οποιαδήποτε χαρακτηριστικά, έχουν μεγάλες πιθανότητες να παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά, δηλαδή τα χαρακτηριστικά του γονιού τους: αυτό λέγεται κληρονομικότητα. Δεν φαίνεται όμως να εννοείται αυτό. Η φράση πρέπει να διατυπωθεί μάλλον έτσι: «Οι απόγονοι ενός ατόμου με χαρακτηριστικά που ευνοούν την προσαρμογή, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες, κληρονομώντας τα χαρακτηριστικά αυτά, να επιβιώσουν και να αναπαραχθούν».

Η διατύπωση, ότι, με τη μεσολάβηση του αγώνα για την ύπαρξη «καθώς αλλάζει το περιβάλλον αλλάζουν βαθμιαία και τα είδη», είναι επίσης λαθεμένη. Εξέλιξη, μέσω της φυσικής επιλογής, είναι δυνατή και χωρίς την αλλαγή του περιβάλλοντος, αν και η ίδια η εξέλιξη συνιστά μια αλλαγή στο περιβάλλον, με την έννοια που αναφερόμαστε στο «περιβάλλον» στη βιολογία. Η παρακάτω διατύπωση, όπως θα φανεί στη συνέχεια, θυμίζει την υπόθεση του Λαμάρκ. (Σε διάλεξη του καθηγητή Φ. Καφάτου, με τίτλο: «Οι Γενετικές Πληροφορίες και η Σύγχρονη Βιολογία» (δημοσιευμένη στα «Θεμέλια των Επιστημών», Τόμος 1ος, σελ. 79-93, Εκδ. GUTENBERG, Αθήνα 1979), περιέχονται ανάλογες, αλλά εξίσου λαθεμένες, σύμφωνα με τη γνώμη μου, εκφράσεις).

2. Για το βαθμιαίο και τα άλματα. Σε αντίθεση με κάποια νεφελώδη διαβεβαίωση του άρθρου, ο Δαρβίνος δεν δέχεται τα άλματα στη φύση. Είναι κατηγορηματικός: “Natura non facit saltum» (η φύση δεν κάνει άλματα). Αυτό το αξίωμα, αν κοιτάξουμε μονάχα τους σημερινούς κατοίκους του κόσμου, δεν είναι απόλυτα ορθό, αλλά αν συμπεριλάβουμε όλους τους κατοίκους των περασμένων εποχών, γνωστούς και άγνωστους, θα πρέπει η βάση του να είναι ακλόνητη». (Κ. Δαρβίνου: ό.π.π., σελ. 210). Και αλλού: «Αν θα μπορούσε να αποδειχτεί πως υπήρξε οποιοδήποτε πολύπλοκο όργανο, που να μην είναι δυνατό να έχει σχηματιστεί από μια σειρά πολυάριθμες, διαδοχικές και ελαφρές μεταβολές, η θεωρία μου θα κατέρρεε εντελώς» (Κ. Δαρβίνου: ό.π.π., σελ. 187).

Βέβαια η σύγχρονη βιολογία έχει αποδείξει, πως ακόμα και οι πιο μικρές αλλαγές, στο μέτρο που εκδηλώνουν αλλαγές στο «γονότυπο», και μάλιστα όχι ανασυνδυασμούς γονιδίων, μέσω της σεξουαλικής αναπαραγωγής, αλλά «μεταλλάξεις», έχουν έναν αλματώδη και μη αντιστρεπτό χαρακτήρα. Αυτό καθόλου δεν έρχεται σε αντίθεση με τους παραπάνω ισχυρισμούς του Δαρβίνου. Πέρα απ’ αυτό, η βαθμιαία συσσώρευση, με τη φυσική επιλογή, των διαφορών καταλήγει στη δημιουργία νέων ειδών, γενών, κλπ., και μ’ αυτή την έννοια η ποσοτική συσσώρευση οδηγεί σε ποιοτικό άλμα. Αυτό ακριβώς είναι που ο Δαρβίνος αποδείχνει στην «Καταγωγή των Ειδών». Άλλα τα άλματα, μ’ αυτή την έννοια, προκύπτουν για τον Δαρβίνο από τις βαθμιαίες αλλαγές και καθόλου δεν αντιτίθενται σ’ αυτές, ενώ το άρθρο του Παναγιώτη Βήχου δίνει την εντύπωση ότι τις αντιθέτει. Όσο για τον «μηχανισμό τέτοιων αλμάτων (γεωγραφική απομόνωση, και διάφορες ισορροπές της Φύσης)», που εξετάζει ο Δαρβίνος, δεν είναι μηχανισμοί που προκαλούν άλματα, αντί για βαθμιαίες αλλαγές, όπως στο άρθρο δίνεται η εντύπωση, αλλά μηχανισμοί για την αποφυγή της εξουδετέρωσης των αποτελεσμάτων της φυσικής επιλογής, μέσω της επιμιξίας, για τη συσσώρευση των βαθμιαίων αλλαγών και για τη δημιουργία νέων ειδών.

3. Δαρβίνος και Λαμάρκ. Η άποψη, διατυπωμένη ξερά, ότι ο «Δαρβίνος παρασύρθηκε από την υπόθεση του Λαμάρκ για την κληρονομικότητα των επίκτητων χαρακτηριστικών», νομίζω πως υποτιμά τη συνεισφορά του Δαρβίνου. Η υπόθεση του Λαμάρκ, που τη διατύπωσε για να εξηγήσει τη θαυμαστή προσαρμογή των ειδών στο περιβάλλον τους και για να θεμελιώσει την άποψή του για την εξέλιξη, είναι σε βασικές γραμμές η εξής: Το περιβάλλον δρα με έναν άμεσο τρόπο πάνω στους οργανισμούς και τους επιβάλλει αλλαγές τέτοιες, που να διευκολύνουν την προσαρμογή τους. Αυτές οι αλλαγές, χωρίς να προέρχονται από κάποια αλλαγή στον κληρονομικό μηχανισμό, αλλά αποτελώντας άμεσες απαντήσεις του αναπτυσσόμενου οργανισμού στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος, μεταβιβάζονται κληρονομικά. Έτσι η καμηλοπάρδαλη απόκτησε σιγά-σιγά ψηλά πόδια και ψηλό λαιμό, από την προσπάθεια να φτάσει τα ψηλά κλαδιά των δένδρων.

Ανάμεσα σ’ αυτή την αντίληψη και στην αντίληψη του Δαρβίνου για την εξέλιξη μέσω της φυσικής επιλογής υπάρχει ουσιαστική διαφορά, κάτι που δεν μπορώ να το αναπτύξω περισσότερο εδώ (δές Φρ. Ζακόμπ: «Η Λογική του Ζώντος», σελ. 251, Εκδ. «Ράπα», Αθήνα 1971. Δες ακόμα Ζ. Μονό: «Η Τύχη και η Αναγκαιότητα», σελ. 169, εκδ. «Ράπα», Αθήνα 1971, Τζ. Μ. Σμίθ: ό.π.π., σελ. 12, και Μπ. Γκλάς (με τη βοήθεια αντίστοιχου χειρόγραφου του Λ. Μπλάχερ): «Η Βιολογία κατά τον 19ο Αιώνα», στην «Ιστορία της Ανθρωπότητας της UNESCO, Τόμος 7ος, σελ. 3.493-3.494, εκδ. «Τεγόπουλος-Νίκας», Αθήνα 1970). Η εξέλιξη μέσω της φυσικής επιλογής όχι μόνο δεν έχει ανάγκη την υπόθεση του Λαμάρκ, αλλά είναι και αντίθετή της ως προς την βαθύτερη λογική της.

Ας δούμε τι λέει ο ίδιος ο Δαρβίνος: «Από μια περιορισμένη άποψη, αυτό (η άμεση επίδραση του περιβάλλοντος) μπορεί να είναι αληθινό… αλλά είναι παράτολμο να θέλουμε να εξηγήσουμε τη μορφολογία του φυτού αυτού και τις σχέσεις του με τόσα διαφορετικά ενόργανα όντα, σαν αποτέλεσμα των εξωτερικών συνθηκών ή της έξης ή ακόμα και της βούλησης του ίδιου του φυτού». Επίσης: «Μεταβλητότητα που προκαλείται, ή τουλάχιστον υποκινείται, από τις αλλαγμένες συνθήκες ζωής, αλλά συχνά με τέτοιο ακαθόριστο τρόπο, που βρισκόμαστε στον πειρασμό να θεωρήσουμε τις μεταβολές σαν αυθόρμητες». Ακόμα: «Ίσως η φύση των συνθηκών ζωής να έχει τόση σημασία (για τον καθορισμό της μορφής των παραλλαγών), όση έχει και η φύση της σπίθας, που βάζει φωτιά σ’ ένα σωρό καύσιμα υλικά, για τον καθορισμό, της φύσης των φλογών», (Κ. Δαρβίνου: ό.π.π., σελίδες 18, 486, 25).

Δεν σκοπεύω να μεταθέσω σοφιστικά τη συζήτηση από το ειδικό ζήτημα της κληρονομικότητας των επίκτητων χαρακτήρων (που αποτελεί όμως ουσιώδες συστατικό της αντίληψης του Λαμάρκ) στην αντίθεση ανάμεσα στις δυό αντιλήψεις για την εξέλιξη. Νομίζω όμως, ότι δεν είναι δυνατό να κατηγορείται ο Δαρβίνος για λαμαρκισμό, χωρίς να διευκρινίζεται αυτό το κεφαλαιώδες σημείο, τουλάχιστον από την εποχή του Λισένκο και μετά. Αλλά και στο ζήτημα της κληρονομικότητας, που για τους μηχανισμούς της ούτε ο Λαμάρκ ούτε ο Δαρβίνος ήξεραν το παραμικρό, και πάλι ο Δαρβίνος δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί οπαδός του Λαμάρκ. Στην «Καταγωγή των Ειδών», δεν ασχολείται με τη φύση της κληρονομικότητας, για την οποία δηλώνει την άγνοιά του. Αντιμετωπίζει, και πολύ σωστά, το ζήτημα έτσι: «Εκείνη η παραλλαγή που δεν μεταβιβάζεται κληρονομικά είναι για μας χωρίς σημασία», (ό.π.π. σελ. 27). Τη μεταβλητότητα, την δέχεται κυρίως σαν «τυχαία» με την έννοια ότι δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτήν και, το σπουδαιότερο, ότι είναι «αυθόρμητη», άσχετη με τις επιδράσεις του περιβάλλοντος και καθόλου προσανατολισμένη προς κάποιο τελικό αποτέλεσμα. (Η σύγχρονη βιολογία έχει επιβεβαιώσει την υπόθεση του τυχαίου των μεταβολών, με την έννοια ότι οι γενετικές μεταβολές δεν προσδιορίζονται από κάποια ανάγκη προσαρμογής στο περιβάλλον και δεν είναι προσανατολισμένες).

Αργότερα, (στο έργο του «Η Αλλαγή στα Κατοικιδιοποιούμενα Ζώα και Φυτά», 1968) ο Δαρβίνος αναπτύσσει την υπόθεση της «παγγένεσης». Σύμφωνα με αυτήν, στα γεννητικά κύτταρα αντιπροσωπεύονται, μέσω των «βλαστικών οφθαλμιδίων», όλα τα κύτταρα του οργανισμού και αυτό αποτελεί τον κληρονομικό μηχανισμό. Αυτή η υπόθεση βέβαια (που ανατράπηκε όπως γράφει και ο utopia_running_scarlet σε σχετικό σχόλιο του στο Φόρουμ του ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ) δεν απέκλειε την παρεμβολή και επίκτητων χαρακτήρων στην κληρονομικότητα (δες Φρ. Ζακόμπ: ό.π.π., σελ. 295, 309). Ο Δαρβίνος δεν ήταν λοιπόν σαφής σ’ αυτό το σημείο, αλλά ποτέ δεν δέχτηκε ρητά την άποψη του Λαμάρκ.

4. Ένγκελς και Δαρβίνος: Νομίζω πως άστοχα παρατίθεται ο Ένγκελς ενάντια στον Δαρβίνο στο άρθρο του Παν. Βήχου. Ο Ένγκελς κριτικάρισε από τη θεωρία του Δαρβίνου το μονόπλευρο χαρακτήρα του «αγώνα για την ύπαρξη» και την «αφελή», όπως την χαρακτηρίζει, μεταφορά της θεωρίας του Μάλθους στον οργανικό κόσμο. Μ’ αυτό, ο Ένγκελς δεν ισχυρίζεται ότι οι μαλθουσιανού τύπου νόμοι του Δαρβίνου για τον πληθυσμό δεν έχουν νόημα στον οργανικό κόσμο. Άλλωστε ο Ένγκελς υπερασπίστηκε τη «φυσική επιλογή», όσο και τον «αγώνα για την ύπαρξη», ενάντια στον Ντίριγκ: «Όσο μεγάλο κι αν είναι το σφάλμα που διέπραξε ο Δαρβίνος να παραδεχθεί, πάνω στην αφέλειά του, τόσο ανεξέλεγκτα τη Μαλθουσιανή θεωρία, ωστόσο ο καθένας βλέπει με την πρώτη ματιά, πως δεν χρειάζεται να βάλουμε μαλθουσιανά ματογυάλια για να αντιληφθούμε την ύπαρξη μέσα στη φύση του αγώνα για την ύπαρξη – την αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στα αναρίθμητα σπέρματα, που σπάταλα παράγει η φύση, και στον ασήμαντο αριθμό των σπερμάτων που, γενικά, κατορθώνουν να φτάσουν στην ωριμότητα, αντίφαση, που, πραγματικά στο μεγαλύτερο μέρος της λύνεται μέσα στον αγώνα για την ύπαρξη – έναν αγώνα που κάποτε είναι εξαιρετικά σκληρός». (Φρ. Ένγκελς: «Αντι-Ντίριγκ», σελ. 110-111, εκδ. «Αναγνωστίδη»). Πρέπει να προσθέσουμε πως ο όρος «αγώνας για την ύπαρξη» έχει για τον Δαρβίνο «πλατιά και μεταφορική έννοια, που περιλαμβάνει την αλληλεξάρτηση των όντων» (Δαρβίνου: ό.π.π., σελ. 74).

Το απόσπασμα που παρατίθεται από τη «Διαλεχτική της Φύσης» δεν στρέφεται ενάντια στον Δαρβίνο, αλλά ενάντια σε επιγόνους του (Ένγκελς: «Διαλεχτική της Φύσης», σελ. 454-455. Εκδ. «Αναγνωστίδη»). Ας σημειώσουμε ακόμα πως το «Αντι-Ντίριγκ» γράφτηκε, όπως φαίνεται, μεταγενέστερα από τα σχετικά αποσπάσματα στην «Διαλεχτική της Φύσης». Άλλωστε, ο Δαρβίνος καθόλου δεν αποπειράθηκε να «εξισώσει τα φυσικά με τα κοινωνικά φαινόμενα», όπως ισχυρίζεται το άρθρο του Παν. Βήχου. Κανείς δεν θα τολμούσε να τον κατηγορήσει για μεταφορά του «αγώνα για την ύπαρξη» από τη φύση στην κοινωνία. Σε έργο του 1872 («Εκφραση των Συγκινήσεων στον Ανθρωπο και στα Ζώα) υποστήριξε ότι τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του ανθρώπου υπόκεινται σε εξέλιξη, όπως οι ανατομικοί σχηματισμοί και τα ένστικτα (Μπ. Γκλάς, ό.π.π., Τόμος 7ος, σελ. 3.494). Αλλά αυτό είναι πολύ μακριά από μια απόπειρα ερμηνείας των κοινωνικών φαινομένων με βιολογικούς όρους, όπως είναι και πολύ μακριά ακόμα από τη λεγόμενη «κοινωνιοβιολογία».

5. Αν και το θέμα μου είναι η θεωρία της εξέλιξης, πρέπει να παρατηρήσω πως το άρθρο του Παν. Βήχου, χωρίς να το λέει άμεσα, φαίνεται πως υποτιμά τις εργασίες του Μέντελ. Ακόμα περισσότερο, φαίνεται να τον θεωρεί υπεύθυνο για το μειωμένο ενδιαφέρον προς τη θεωρία της εξέλιξης, τουλάχιστον στην εικοσαετία 1900-1920. Χωρίς αμφιβολία, οι εργασίες του Μέντελ και των πρώτων γενετιστών απόσπασαν σ’ ένα βαθμό το ενδιαφέρον από τη θεωρία της εξέλιξης. Αλλά ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι καμιά ουσιαστική ανάπτυξη της θεωρίας της εξέλιξης δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τις κατακτήσεις της γενετικής; Ο νεοδαρβινισμός δεν είναι η σύνθεση σε ένα συνεκτικό σύνολο της κλασικής δαρβινικής θεωρίας και της γενετικής;

Κατά την άποψή μου, ο «τσέχος μοναχός» του Μέντελ, με την ανακάλυψη του παράγοντα της κληρονομικότητας (γονίδιο), είναι ο μόνος επιστήμονας που του αξίζει ο τίτλος του ιδρυτή της γενετικής. Πέρα απ’ αυτό, η σαφήνεια σχετικά με τις εργασίες του Μέντελ είναι απαραίτητη, από τον καιρό του Λισένκο και μετά. Πρέπει όμως ακόμα να πω, ότι στο δεύτερο μέρος του άρθρου, η φυσική επιλογή αντιμετωπίζεται σωστότερα. Ιδιαίτερα το απόσπασμα από τον Ντομπζάνσκι είναι πολύ χαρακτηριστικό για τη φύση της εξέλιξης μέσα από τη φυσική επιλογή. Σχετικά τέλος με τις παρατηρήσεις του Δαρβίνου στα νησιά Γκαλαπάγκος, που στο άρθρο του ο Παν. Βήχου παρουσιάζονται νομίζω συγκεχυμένα, μπορεί κανείς να ανατρέξει στον ίδιο τον Δαρβίνο (‘ό.π.π., σελ. 423-427). Ακόμα, το 1939, ο Ντ. Λάκ έκανε στα νησιά Γκαλαπάγκος μια έρευνα πάνω στους «σπίνους του Δαρβίνου» - τα αποτελέσματά της, μαζί με τις παρατηρήσεις του Δαρβίνου, υπάρχουν στο: Τζ. Μ. Σμίθ, ό.π.π., σελ. 255-262.

Μετά τιμής
Μ. Α.
(Καθηγητής Φυσικής Ιστορίας)»


ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΙΣ «ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ» ΜΕ ΈΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΑΡΘΡΟ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΗΧΟΣ

Ο Μαρξ έγραφε στον Έγκελς στις 19 Δεκέμβρη 1860, μετά την ανάγνωση του βιβλίου του Δαρβίνου για την καταγωγή των ειδών, «σ’ αυτό το βιβλίο βρίσκεται το φυσικο-ιστορικό θεμέλιο της θεωρίας μας» (Μαρξ-Έγκελς: «Γράμματα πάνω στις φυσικές επιστήμες» editions sociales, σελ. 20).

Το ίδιο επαναλαμβάνει στο γράμμα του στο Φ. Λασάλ στις 16 Γενάρη 1861: «Το βιβλίο του Δαρβίνου είναι πολύ σπουδαίο και μου χρησιμεύει σα μια φυσικοεπιστημονική βάση για την πάλη των τάξεων στην ιστορία». Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι οποιαδήποτε διαφωνία ή σύγχυση πάνω στη σχέση τού Δαρβίνου με το μαρξισμό είναι μια διαφωνία ή σύγχυση στα ίδια τα θεμέλια του μαρξισμού. Τέτοιας φύσης θεωρούμε ότι είναι οι διαφωνίες και οι συγχύσεις στις «παρατηρήσεις» του Μιχάλης Αντωνίου στο κείμενο που μας έστειλε.

Ή συνεισφορά του Μ. Α. στη συζήτηση για το Δαρβίνο και το μαρξισμό είναι καλόδεχτη, γιατί μας επιτρέπει να ρίξουμε φως σ' ορισμένες ιδεαλιστικές διαστρεβλώσεις που θίγουν τα ίδια τα θεμέλια του μαρξισμού στη σχέση του με τις φυσικές επιστήμες γενικά και τη θεωρία του Δαρβίνου ειδικά. Στην απάντησή μας θα ακολουθήσουμε περισσότερο τη λογική των παρατηρήσεων του Μ. Α. παρά τη σειρά παρουσίασης των ζητημάτων απ’ αυτόν.

1. Ένγκελς και Δαρβίνος

Μια και το κεντρικό θέμα στο άρθρο μας στην ΕΜΕ δεν αφορούσε κάποια «προσπάθεια απολογισμού τού έργου τού Δαρβίνου» όπως διατείνεται ο Π.Ν., αλλά μια προσέγγιση στις σχέσεις της θεωρίας του με τη μαρξιστική θεωρία, θα αρχίσουμε με την επίθεση που κάνει ο Μ. Α. σ’ αυτό ακριβώς το ζήτημα.

Γράφει ότι άστοχα αντιπαρατίθεται ο Ένγκελς στον Δαρβίνο, τονίζοντας ότι: «ο Ένγκελς κριτικάρισε από τη θεωρία τού Δαρβίνου το μονόπλευρο χαραχτήρα του “αγώνα για την ύπαρξη” και την “αφελή” όπως τη χαρακτηρίζει, μεταφορά της θεωρίας του Μάλθους στον οργανικό κόσμο. Μ' αυτό, ο Ένγκελς δεν ισχυρίζεται ότι οι μαλθουσιανού τύπου νόμοι του Δαρβίνου για τον πληθυσμό δεν έχουν νόημα στον οργανικό κόσμο. Άλλωστε ο Ένγκελς υπερασπίστηκε τη «φυσική επιλογή» ίσο και τον «αγώνα για την ύπαρξη» ενάντια στον Ντίριγκ... Το απόσπασμα που παρατίθεται από την «Διαλεχτική της Φύσης» δεν στρέφεται ενάντια στον Δαρβίνο άλλά ενάντια σε επιγόνους του. Ας σημειώσουμε ακόμα πώς τo «Αντι-Ντίριγκ» γράφτηκε, όπως φαίνεται, μεταγενέστερα από τα σχετικά αποσπάσματα στη «Διαλεχτική τής Φύσης».

Ο M. A. ενοχλείται από το απόσπασμα του Ένγκελς που παρατίθεται στο άρθρο μας και κάνει τις έξής δυο παρατηρήσεις: 1ο ότι το απόσπασμα άφορά αποκλειστικά τους επιγόνους του Δαρβίνου, και 2ο αντιπαραθέτει απόσπασμα «μεταγενέστερο» από το «Αντι-Ντίριγκ» σαν μια πιο επεξεργασμένη, σωστότερη προσέγγιση του Ένγκελς στο ζήτημα του Δαρβίνου:

Όσον αφορά την 1η παρατήρηση, το απόσπασμα από την «Διαλεχτική της Φύσης», πρέπει να μελετηθεί στο πλαίσιο μιας πλατύτερης ενότητας σχετικής με τον Δαρβίνο και το Δαρβινισμό και που περιλαμβάνεται στην έκδοση «Αναγνωστίδη», στις σελ. 452-456.

Σ’ αυτήν την ανάλυση ξεκινά από το πώς «η θεωρία του Ντάρβιν αποτελεί την πραχτική απόδειξη τής έκθεσης του Χέγκελ για την εσωτερική συνοχή μεταξύ αναγκαιότητας και σύμπτωσης» προχωρεί ατή φυσική επιλογή και συνεχίζει με τον «αγώνα για την ύπαρξη». Το κομμάτι που άφορά τον «αγώνα για την ύπαρξη»είναι όπως αναφέρεται και στη σχετική υποσημείωση στη «Διαλεχτική της Φύσης» (σελ 454) «σχεδόν ταυτόσημο με το περιεχόμενο της επιστολής του Ένγκελς προς τον Λαβρόφ στις 12 Νοέμβρη 1875». Το γράμμα λοιπόν αυτό είναι πολύ διαφωτιστικό για το πώς βλέπει ο Ένγκελς τον ίδιο τον Δαρβίνο καθώς και τους «επίγονους» (ο όρος είναι του Π.Ν.). Λέει:

«1. Από τη θεωρία του Δαρβίνου δέχομαι τη θεωρία τής εξέλιξης, άλλά δεν δέχομαι τη μέθοδο της απόδειξής της (αγώνας για τη ζωή, φυσική επιλογή) παρά σαν πρώτη έκφραση, προσωρινή και ατελή μιας πραγματικότητας που μόλις ανακαλύφθηκε. Μέχρι το Δαρβίνο, οι άνθρωποι ακριβώς που σήμερα δεν βλέπουν παντού παρά τον αγώνα για τη ζωή (οι Φόγκτ, Μπίχνερ, Μόλεσχοτ, μεταξύ άλλων) είναι αυτοί που πρόβαλαν την αρμονική συνεργασία των δυνάμεων μέσα στην οργανική φύση» (γράμμα του Έγκελς στον Πιότρ Λαβρόφ, στο Μαρξ-Έγκελς για τις Φυσικές Επιστήμες, σελ.8, editions sociales).

Είναι σαφές ότι οι παρατηρήσεις του Έγκελς δεν αφορούν μόνο τους «επιγόνους» τού Δαρβίνου όπως ισχυρίζεται ο M. A ., άλλά αρχίζουν πρώτα από τον ίδιο τον Δαρβίνο και στη συνέχεια δείχνουν πώς οι αδυναμίες του άνοιξαν το δρόμο στους χυδαίους υλιστές, Φόγκτ, Μπίχνερ, Μόλεσχοτ.

Όσον αφορά τη 2η παρατήρηση, τελείως τεχνητά αντιπαρατίθεται το «Αντι-Ντίριγκ» στην «Διαλεχτική της Φύσης» και ο Ένγκελς στον Ένγκελς. Οι θέσεις που εκφράζει ο Ένγκελς στην «Διαλεχτική τής Φύσης» και στο γράμμα στο Λαβρόφ δεν εγκαταλείφθηκαν ούτε τροποποιήθηκαν στο απόσπασμα από το «Αντι-Ντίριγκ» που παρατίθεται.

Στο τελευταίο ο Ένγκελς υπερασπίζεται τον Δαρβίνο απέναντι στην επίθεση που του εξαπολύει ο υποκειμενικός ιδεαλιστής Ντίριγκ που χρησιμοποιούσε σαν πρόσχημα τον «μαλθουσιανισμό» της θεωρίας τού Δαρβίνου για να απορρίψει τον υλιστικό-διαλεχτικό πυρήνα της και να ανοίξει ξανά το δρόμο στον ντεϊσμό και στον Θεό-Δημιουργό.

Ο Ένγκελς όπως και ο Μαρξ προσέγγισαν διαλεχτικά-κριτικά τη θεωρία του Δαρβίνου. Όπως γράφει το γράμμα του Μαρξ στον Λασάλ, ο Μαρξ και ο Ένγκελς χαιρέτισαν το θανάσιμο πλήγμα που έδωσε στην τελεολογία και είδαν στο έργο του μια θαυμαστή απόδειξη της Διαλεχτικής τής Φύσης, θεμέλιο της διαλεχτικής της κοινωνίας και της διαλεχτικής της γνώσης.

Στον ιστορικό επικήδειο που έκανε ο Έγκελς στον αδελφικό του φίλο και συνιδρυτή του διαλεχτικού υλισμού διάλεξε τον Δαρβίνο για να τον παραλληλίσει με τον Μαρξ, με αυτά τα λόγια: «Όπως ο Δαρβίνος ανακάλυψε το νόμο:της εξέλιξης της οργανικής Φύσης, έτσι κι ο Μαρξ ανακάλυψε το νόμο της εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας».

Την ίδια στιγμή, όπως τόνιζε στο γράμμα στο Λαβρόφ, ο Ένγκελς δεν δεχόταν, τη φυσική επιλογή παρά μονάχα σα μια «πρώτη έκφραση προσωρινή και ατελή μιας πραγματικότητας που μόλις ανακαλύφθηκε». Με άλλα λόγια σαν έκφραση μίας ιστορικά περιορισμένης σχετικής αλήθειας που εμπεριέχει μέσα της όμως ιόν κόκκο τής απόλυτης αλήθειας. Στην «Διαλεχτική της Φύσης»μιλά γι' αυτούς τους περιορισμούς στη σελ. 453-54, όπου θεωρεί ότι το «λάθος του Ντάρβιν βρίσκεται ακριβώς στο ότι ανακάτεψε στη «φυσική επιλογή» ή την «επιβίωση των πιο προσαρμοσμένων» δύο ολότελα άσχετα πράγματα: 1) Την επιλογή που είναι αποτέλεσμα της πίεσης τού υπερπληθυσμού... 2) Την επιλογή που είναι αποτέλεσμα μεγαλύτερης ικανότητας προσαρμογής στις μεταβληθείσες συνθήκες». Η κριτική που έκανε ο Ένγκελς –αλλά και ο Μαρξ- στον Δαρβίνο προχωρούσε σε ένα άλλο πολύ θεμελιακότερο επίπεδο. Στο επίπεδο της μεθόδου του και των περιορισμών της που ιόν οδηγούσαν στην εξίσωση των φυσικών με τα κοινωνικά φαινόμενα.

Πριν προχωρήσουμε σ' αυτό το ζήτημα αξίζει να σημειώσουμε ότι τα αποσπάσματα της «Διαλεχτικής της Φύσης» - που τάχατες, κατά τον M. A., ξεπεράστηκαν στο «μεταγενέστερο» «Αντι-Ντίριγκ» - έγιναν βασικός στόχος στη δριμύτατη επίθεση που εξαπόλυσε ενάντια στον διαλεχτικό υλισμό ο βιολόγος Ζ. Μονό στο βιβλίο του «Η Τύχη και η Αναγκαιότητα», σελ 66. Κάθε επίθεση στον διαλεχτικό υλισμό, ιδιαίτερα μεταπολεμικά στράφηκε πάντοτε ενάντια στην «Διαλεχτική της Φύσης» τού "Ενγκελς. Αλλά απ' όσο ξέρουμε, για πρώτη φορά χρησιμοποιείται από τον M. A. το ίδιο το «Αντι-Ντίριγκ» ενάντια στην «Διαλεχτική της Φύσης»!

2. Φύση και Κοινωνία

Ο Π.Ν. ισχυρίζεται ότι: «ο Δαρβίνος καθόλου δεν αποπειράθηκε «νά εξισώσει τα φυσικά με τα κοινωνικά φαινόμενα», όπως ισχυρίζεται το άρθρο της κ. Λήμνου. Κανείς δεν θα μπορούσε ΝΑ τον κατηγορήσει για μεταφορά τού «αγώνα για την ύπαρξη, από τη Φύση στην κοινωνία».

Για τον Π.Ν., το μόνο για το οποίο ο Ένγκελς κριτικάρισε τον Δαρβίνο, ήταν «το μονόπλευρο χαραχτήρα τού «αγώνα για την ύπαρξη» και την «αφελή», όπως την χαρακτηρίζει «μεταφορά της θεωρίας του Μάλθους στον οργανικό κόσμο». Και στο κάτω-κάτω, για τον Π. Ν., «ο Ένγκελς δεν Ισχυρίζεται ότι οι μαλθουσιανού τύπου νόμοι του Δαρβίνου για τον πληθυσμό δεν έχουν νόημα στον οργανικό κόσμο»,

Ο Ένγκελς όμως, είναι κατηγορηματικός:

«Ολόκληρη ή δαρβινική θεωρία του αγώνα για την ύπαρξη δεν είναι τίποτε άλλο παρά ή μεταφορά από την κοινωνία στη ζωντανή Φύση τής θεωρίας του Hobbes «bellum omnium contra omnes», και της καπιταλιστικής θεωρίας του ανταγωνισμού καθώς και της μαλθουσιανής θεωρίας του πληθυσμού. Από τη στιγμή που ολοκληρώθηκε τούτο το τέχνασμα (του όποίου η ανεπιφύλαχτη παραδοχή, ειδικότερα όσον αφορά τη μαλθουσιανή θεωρία, παραμένει ακόμα πολύ προβληματική) είναι πολύ πιο εύκολο να μεταφέρουμε πάλι αυτές τις θεωρίες οπό την Ιστορία τής Φύσης στην Ιστορία τής κοινωνίας και είναι επίσης ολότελα αφελές να υποστηρίξουμε πώς αποδείχτηκε έτσι ότι οι διαπιστώσεις αυτές είναι αιώνιοι φυσικοί νόμοι της κοινωνίας», (Φρ. Έγκελς: «Η Διαλεχτική τής Φύσης», σελ. 455).

Μ’ άλλα λόγια, ή μεταφορά των υποκειμενικών εικόνων του Δαρβίνου για την εγγλέζικη κοινωνία τής εποχής του και των επιπόλαιων ερμηνειών του Μάλθους γι' αυτήν, στη Φύση, ήταν ένα «τέχνασμα», που όχι μόνο ήταν λαθεμένο, αλλά άνοιγε το δρόμο στο να γίνει και ή αντίστροφη μεταφορά, από τη Φύση στην κοινωνία, από τούς χυδαίους υλιστές.

Ενάντια στον Ντίριγκ, ο Έγκελς έδειξε ότι .01 επιστημονικές ανακαλύψεις του Δαρβίνου σε τελευταία ανάλυση, δεν χρειαζόταν κανένα μαλθουσιανισμό.

«Αν εδώ τα άτομα που προσαρμόζονται επιζούν και, χάρη σε μία όλο και μεγαλύτερη προσαρμογή, εξελίσσονται για να σχηματίσουν ένα καινούργιο είδος, ενώ τα άλλα πιο σταθερά άτομα, φθίνουν και τελικά εξαφανίζονται και μαζί μ' αυτά και οι ατελείς ενδιάμεσες μορφές, τού τι μπορεί να συμβεί -και πραγματικά συμβαίνει- δίχως κανένα μαλθουσιανισμό. Κι αν ποτέ αυτός ο τελευταίος τύχει να παίξει κάποιο ρόλο, δεν επιφέρει καμιά αλλαγή στο προτσές. Το πολύ-πολύ μπορεί να το επιταχύνει», (Φρ. Ένγκελς: «Ή Διαλεχτική της Φύσης» σελ. 453, οι υπογραμμίσεις είναι του Ένγκελς).

Όταν οι ίδιοι οι ιδρυτές του διαλεκτικού υλισμού βάζουν τη θεωρία του Δαρβίνου σαν το φυσικο-ιστορικό θεμέλιο της θεωρίας τους, δεν το κάνουν εξισώνοντας τους βιολογικούς νόμους της εξέλιξης με τούς ιστορικούς νόμους ανάπτυξης τής ανθρώπινης κοινωνίας. Αφαιρούν τούς διαλεκτικούς νόμους από τη θεωρία της εξέλιξης, δηλ. τους πιο γενικούς νόμους τής ανάπτυξης στη Φύση, που διέπουν και την κοινωνία και τη σκέψη. Οι νόμοι τής Διαλεχτικής είναι οι Καθολικοί νόμοι της κίνησης της αντικειμενικής πραγματικότητας και της αντανάκλασης της στην ανθρώπινη σκέψη. Δεν αποτελούν υποκατάστατο ούτε ισοδύναμο των ειδικών νόμων που διέπουν ιδιαίτερους τομείς της πραγματικότητας. Η καθολική κίνηση της ύλης προχωρεί από το χαμηλό στο υψηλό. Οι νόμοι που διέπουν ένα ανώτερο επίπεδο δεν μπορούν να αναχθούν και να συγχωνευθούν με τους νόμους ενός κατώτερου επιπέδου. Π.χ. οι νόμοι της βιολογίας, παρόλο που είναι αλληλένδετοι με τους νόμους της φυσικής δεν μπορούν να αναχθούν και να συγχωνευθούν μ’ αυτούς. Ούτε οι νόμοι της οικονομίας με τους νόμους της ταξικής πάλης, ούτε η νομοτελειακή ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας με την πορεία των κατώτερων βιολογικών κοινοτήτων. Αλλά, ο Ένγκελς και ο Μαρξ δεν περιορίστηκαν στο να δείξουν αυτή τη μηχανική μεταφορά που εξαφανίζει την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στη Φύση και την κοινωνία σαν μέρος της Φύσης, ανάμεσα στη βιολογική προσαρμογή στο περιβάλλον και στην κοινωνική-παραγωγική προσαρμογή. Έδειξαν τις μεθοδολογικές αδυναμίες που οδήγησαν σε αυτά τα λάθη και που σχετίζονται άμεσα με τη μέθοδο του εμπειρισμού που ιστορικά κυριάρχησε στη Βρετανία.

Ο Δαρβίνος δεν κατέφυγε τυχαία στον Μάλθους. Αφού συνέλεξε ένα γιγάντιο εμπειρικό υλικό και συστηματοποίησε τα εμπειρικά του δεδομένα έφτασε σ’ ένα αδιέξοδο, μια και δεν μπορούσε μ’ αυτή την επαγωγική μέθοδο – απ’ το μερικό στο γενικό – να βρει το νόμο κίνησης της εξέλιξης συνολικά. Έτσι δανείστηκε την υπόθεση του Μάλθους και προχώρησε με την υποθετικό-απαγωγική μέθοδο – από το γενικό στο μερικό – να φέρει στην επιφάνεια το μηχανισμό της φυσικής επιλογής. Οι μεθοδολογικοί αυτοί περιορισμοί έδωσαν το έδαφος για την επικίνδυνη σύγχυση ανάμεσα στη Φύση και την Κοινωνία.

Το λάθος του ήταν καθαρά ιδεαλιστικού χαρακτήρα. Ξεκινώντας από τις υποκειμενικές εικόνες για τη μορφή της εγγλέζικης κοινωνίας της εποχής του πρόβαλε αυτή τη μορφή πάνω στον κόσμο των φυτών και των ζώων. Μ’ άλλα λόγια, η δραστηριότητα του υποκειμένου της γνώσης (κοινωνικός άνθρωπος) εξισώνονταν με το αντικείμενο της γνώσης, τα κοινωνικά εξισώνονται με τα φυσικά φαινόμενα. Από τη στιγμή που γίνει αυτή η υποκειμενική-ιδεαλιστική εξίσωση, αυτό το «τέχνασμα» (Ένγκελς) κάθε είδους αυθαίρετο κατασκεύασμα σκαρώνεται.

Ο Τρότσκι στη «Υπεράσπιση του Μαρξισμού» επισημαίνει τον εμπειρισμό και τη φιλοσοφική καθυστέρηση του Δαρβίνου, χωρίς να οδηγείται, φυσικά, απολυτοποιώντας το σχετικό, στην απόρριψη του Δαρβίνου. Ήταν αυτός που τον χαρακτήρισε σαν «ασυνείδητο διαλεκτικό». Μ’ αυτόν τον όρο δεν εξωράιζε τις ιδεαλιστικές αδυναμίες, όπως ήθελε ο Σάχτμαν, άλλά επισήμαινε τη διαλεχτική φύση των ευρημάτων του Δαρβίνου. Σ’ αυτό ήταν απόλυτα σύμφωνος με τον Ένγκελς που έδειχνε τη μεγάλη συνεισφορά του Δαρβίνου στην εγκαθίδρυση της διαλεχτικής του τυχαίου και του αναγκαίου.

3. Λαμάρκ και Δαρβίνος

Ο M. A., την ίδια στιγμή που αποσιωπά τελείως τις μεθοδολογικές αδυναμίες του Δαρβίνου που επισημάναμε στο άρθρο μας, ορθώνεται σε αυτόκλητο απολογητή του Δαρβίνου απέναντί μας, και μάλιστα, όπως σημειώνει, «σε μία περίοδο που ή θεωρία της εξέλιξης συγκεντρώνει και πάλι τα πυρά της αντίδρασης». Στην πραγματικότητα, όμως, απολογείται για το ιδεαλιστικό στοιχείο στη θεωρία του Δαρβίνου και όχι για το διαλεχτικό-υλιστικό της στοιχείο.

Μας αποδίδει, σε διάφορα σημεία, την κατηγορία, άμεσα και έμμεσα, ότι προσεγγίζουμε τον Δαρβίνο από τη σκοπιά του Λαμάρκ και, πολύ χειρότερα, του Λισένκο. Η αυθαίρετη αυτή κατηγορία στηρίζεται σε μια πλήρη συσκότιση των ιστορικών σχέσεων ανάμεσα στους γίγαντες της βιολογίας και στον τσαρλατάνο του Κρεμλίνου, τον Λισένκο. Ορθώνει μία απόλυτη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον Λαμάρκ και τον Δαρβίνο, ενώ από την άλλη δεν δείχνει καμιά διαφορά ανάμεσα στον Λαμάρκ και τον Λισένκο (μία αδυναμία, που υπάρχει και στο άρθρο της ΕΜΕ). Μία τέτοια στάση στερείται αντικειμενικότητας και αγνοεί τη διαλεχτική στην ανάπτυξη της βιολογίας. Ο Δαρβίνος ενσωμάτωσε και ξεπέρασε τον Λαμόρκ. «Ούτε ο Δαρ8ίνος ούτε οι οπαδοί του ανάμεσα στους φυσιοδίφες σκέφτονται να μειώσουν με οποιοδήποτε τρόπο τη μεγάλη άξία τού Λαμάρκ. Αυτοί ίσα-ίσα είναι εκείνοι που τον ξανάβγαλαν στο προσκήνιο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης πώς το υλικό που διέθετε η επιστήμη την εποχή του Λαμάρκ δεν επαρκούσε για να απαντήσει διαφορετικά στο ερώτημα για την καταγωγή των ειδών, άλλά μόνο να κάνει προκαταβολικές υποθέσεις, σα να λέμε προφητείες»(Φρ. Ένγκελς: «Αντι-Ντίριγκ», σελ 117).

Η σκέψη του Δαρβίνου αναπτύχθηκε παίρνοντας υπόψη τα επιστημονικά δεδομένα εκείνης της εποχής -τους Ιστορικούς περιορισμούς και τις δυνατότητες- καθώς και τη θεωρητική συνεισφορά μεγάλων επιστημόνων που είχαν δουλέψει στον ίδιο τομέα, όπως ήταν ο Λαμάρκ.
Ο Δαρβίνος δεν κατηγορείται (στο άρθρο της Λήμνου – για να μην μπερδευόμαστε) για λαμαρκισμό, όπως ισχυρίζεται ο M. A. Απλά και μόνο αναφέρεται η θέση του, την οποία είχε δεχτεί από τον Λαμάρκ, για την κληρονομικότητα των επίκτητων χαρακτηριστικών -θέμα στο οποίο αμφιταλαντεύτηκε πολύ στη ζωή του, όπως φαίνεται από την αλληλογραφία του με τον Hooker και τον Lyell. Άλλωστε είναι γνωστή αυτή η θέση του Δαρβίνου σ’ όλο τον επιστημονικό κόσμο που είναι σχετικός με το θέμα. Δεν κάναμε εμείς την αποκάλυψη και την ιεροσυλία. Αναφέρεται σε κάθε εγχειρίδιο βιολογίας, ο ίδιος ο Σμίθ στο βιβλίο του «Η Θεωρία της Εξέλιξης» (τόσο προσφιλές στον M. A., ώστε στις «παρατηρήσεις» του να παραθέτει μεγάλο αριθμό σελίδων του) γράφει καθαρά: «Αυτή είναι η θεωρία που, μάλλον ανακριβώς, ονομάστηκε «κληρονομικότητα των επίκτητων χαρακτήρων», είναι η άποψη που υποστήριξε ο Λαμάρκ και αποδέχθηκε ο Δαρβίνος» (σελ 76, ή υπογράμμιση είναι δική μας). Πρέπει να δούμε την ανάπτυξη της ίδιας της γνώσης μέσα από αντιφάσεις και μέσα στα ιστορικά πλαίσια.

Οι περιορισμοί της θεωρίας του Λαμάρκ για την εξέλιξη ήταν ιστορικά προσδιορισμένοι από το επίπεδο των επιστήμων της εποχής του και της κυρίαρχης φιλοσοφίας στη Γαλλία της εποχής του, τον μηχανιστικό υλισμό και τον ορθολογισμό. Είδε τη σχέση ανάμεσα στις αλλαγές στο περιβάλλον και στις αλλαγές στους οργανισμούς σαν σχέση μηχανιστικής αιτιότητας. Η εξέλιξη ακολουθούσε μυώ ορθολογικά προσδιορισμένη κατεύθυνση προς προκαθορισμένες, ανώτερες, βελτιωμένες μορφές. Αντίθετα, ο Δαρβίνος έδειξε την εμφάνιση νέων ειδών μέσα από την επιλογή που συντελείται στην τυχαία ποικιλομορφία και μέσα από την οποία αναδύεται ή αναγκαιότητα, μέσα από το χάος η τάξη. Στον Λαμάρκ η αναγκαιότητα προϋπάρχει της δυνατότητας, ενώ στον Δαρβίνο αναδύεται μέσα από τις στιγμές της Ενεργού Πραγματικότητας. Άλλά, το επίπεδο των επιστημονικών ανακαλύψεων, όχι μόνο στην εποχή του Λαμάρκ αλλά και του Δαρβίνου δεν είχε επιτρέψει τη διαλεύκανση των μηχανισμών της κληρονομικότητας, Αυτός είναι ο λόγος που υποχρέωσε τον Δαρβίνο να στραφεί στο να υποθέσει ένα αστήριχτο μηχανισμό κληρονομικότητας των επίκτητων χαρακτηριστικών, την Παγγένεση. Ο φραγμός αυτός δεν μπορούσε να ξεπεραστεί χωρίς τη διαλεχτική άρνησή του μέσα από μία στροφή στη μελέτη των μηχανισμών της κληρονομικότητας. Ο M. Α. ., συνεπής με το μύθο που κατασκεύασε για τον λαμαρκισμό-λισενκισμό μας διαστρεβλώνει την παρατήρησή μας γι' αύτή την αναγκαία στροφή και μας παρουσιάζει σαν όχι μόνο να αδικούμε τον Δαρβίνο α λά Λισένκο, αλλά να αδικούμε και τον Μέντελ, τον ιδρυτή της γενετικής, α λά Λισένκο!

Στο άρθρο μας δεν κατηγορούμε ηθικολογικά τον Μέντελ. όπως λέει ο M. A., σαν «υπεύθυνο για το μειωμένο ενδιαφέρον προς τη θεωρία της εξέλιξης». Εκείνο που κάνουμε είναι να παρουσιάζουμε τη διαλεκτική εξέλιξη της βιολογίας μέσα από αντιφάσεις, μέσα από άρνηση και άρνηση της άρνησης.

Γράφαμε: «Με την προοδευτική εξέλιξη της βιολογίας, το έργο του Δαρβίνου συνάντησε μία πρώτη άρνηση, με την ανάπτυξη της Γενετικής. Σ’ ένα υψηλότερο στάδιο σήμερα, στη βάση της ανάπτυξης της σύγχρονης μοριακής βιολογίας, έχουμε φτάσει στην άρνηση της άρνησης, στη διαλεχτική σύνθεση του δαρβινισμού με τη γενετική, στη σύγχρονη εξελικτική βιολογία . Ενάντια σ’ αυτήν ακριβώς τη διαλεχτική πορεία της αντικειμενικής γνώσης στο βιολογικό κόσμο στράφηκε ο σκοταδιστικός σταλινισμός κι ο τσαρλατάνος Λισένκο. Για Να συγκαλύψει την καταστροφική πολιτική της γραφειοκρατίας, ιδιαίτερα στην αγροτική οικονομία τον καιρό της Τρίτης Περιόδου, επιτέθηκε διαδοχικά σ’ όλα τα ορόσημα αυτής της πορείας της επιστήμης. Με ουκάζια της Γκέ Πέ Ού καταδικάστηκε τόσο ο Δαρβίνος όσο και η διαλεκτική του άρνηση (ή Γενετική) και τέλος η διαλεχτική άρνηση της άρνησης (η Εξελικτική Γενετική -σοβιετική σχολή Τσετβερίκοφ, Ντουμπίνιν, Ντομπτζάνσκι). Ο Λισενκισμός δεν είναι κάποιος καθαρός λαμαρκισμός, αλλά ο εκχυδαϊσμός του, για λογαριασμό της γραφειοκρατίας του Στάλιν. Ο Λαμάρκ αντιπροσώπευε ένα σταθμό στην πορεία προς την αντικειμενική αλήθεια. Αντίθετα, ο Λισένκο αντιπροσώπευε την καταστροφή κάθε επιστημονικής γνώσης και αντικειμενικής αλήθειας στο όνομα του υποκειμενικού ιδεαλισμού.

4. Εξέλιξη και Περιβάλλον

Ο M. A. με το αντιλαμαρκικό του μένος, καταγγέλλει σαν λαμαρκισμό την αναγνώριση του ρόλου που παίζουν οι αλλαγές στο περιβάλλον πάνω στις αλλαγές των οργανισμών. Γράφει: «Εξέλιξη μέσω της φυσικής επιλογής είναι δυνατή και χωρίς την αλλαγή του περιβάλλοντος, αν και η ίδια η εξέλιξη συνιστά μία αλλαγή στο περιβάλλον», με την έννοια που αναφερόμαστε στο «περιβάλλον» στη βιολογία». Όπως είπαμε, το λάθος του Λαμάρκ δεν βρισκόταν στην αποδοχή της αιγιακής σχέσης ανάμεσα στις αλλαγές στο περιβάλλον καί στις αλλαγές στον οργανισμό, άλλά στην μηχανιστική θεώρηση της αιτιότητας. Χωρίς όμως τη διαλεχτική άλληλοσύνδεση, αλληλεπίδραση και αιτιότητα ανάμεσα στο περιβάλλον και στον οργανισμό (περιβάλλον-γονότυπος-φαινότυπος) γίνεται ακατανόητη και καταρρέει οποιαδήποτε επιστημονική αντίληψη για την εξέλιξη των ειδών.

Η άρνηση του ρόλου της αλλαγής του περιβάλλοντος πάνω στην εξέλιξη σημαίνει λογικά την άρνηση της φυσικής επιλογής. Γιατί η φυσική επιλογή εξ ορισμού απαιτεί τη συνεχή αλληλεπίδραση του οργανισμού με το περιβάλλον. Η φυσική επιλογή πάντα αναφέρεται σε ορισμένες περιβαλλοντικές συνθήκες. Η αλλαγή τους μπορεί να αλλάξει και τη φορά της επιλογής.

Όπως λέει ο Φρ. Ζακόμπ: «Η φυσική επιλογή είναι το αποτέλεσμα δύο περιοριστικών παραγόντων, οι οποίοι επιβάλλονται σε κάθε ζωντανό οργανισμό: (1) η απαίτηση για αναπαραγωγή, η όποία πραγματοποιείται διαμέσου γενετικών διαδικασιών προσεχτικά ρυθμισμένων χάρη σε ειδικούς μηχανισμούς -όπως η μετάλλαξη, ο ανασυνδυασμός και το φύλο- έτσι ώστε να παράγουν οργανισμούς άλλά ΟΧΙ και εντελώς ίδιους με τους γονείς και (2) η απαίτηση συνεχούς αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, γιατί οι ζωντανοί οργανισμοί είναι σαν τα ανοιχτά συστήματα της θερμοδυναμικής και διατηρούνται μόνο χάρη σε μία συνεχή ροή ίλης, ενέργειας και πληροφορίας. Ο πρώτος από αυτούς τούς παράγοντες επιφέρει τυχαίες μεταβολές και παράγει πληθυσμούς στους όποίους όλα τα άτομα είναι διαφορετικά μεταξύ τους. Η αλληλενέργεια μεταξύ των δύο παραγόντων έχει ως αποτέλεσμα τη διαφορική αναπαραγωγή και, κατά συνέπεια, πληθυσμούς οι όποίοι εξελίσσονται προοδευτικά σε συνάρτηση με τις περιβαλλοντικές περιστάσεις, με τη συμπεριφορά και με τις νέες οίκο λογικές φωλιές. 'Όμως η φυσική επιλογή δεν ενεργεί, όπως πολλοί νομίζουν, μόνο σαν ένα κόσκινο το οποίο ευνοεί την ανάπτυξη των ευεργετικών μεταλλάξεων, ενώ απορρίπτει τις επιβλαβείς. Μακροπρόθεσμα, -ενσωματώνει τις μεταλλάξεις και τις διατάσσει σε συνεπή προσαρμοστικά μοτίβα, αποτέλεσμα ρυθμίσεων και απαντήσεων στις περιβαλλοντικές προκλήσεις που χρειάστηκαν εκατομμύρια ετών και εκατομμύρια γενεών για να συντελεστούν. Είναι η φυσική επιλογή που προσδίδει κατεύθυνση στις μεταβολές, που προσανατολίζει το τυχαίο και που σιγά-σιγά, προοδευτικά παράγει όλο και πιο πολύπλοκες δομές, νέα όργανα και νέα είδη», (Φρ. Ζακόμπ: «Εξέλιξη και Περιστασιακό Μαστόρεμα» στο περιοδικό «Δευκαλίων» Νο 23/24).

Κάθε οργανισμός βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με το εξωτερικό και το εσωτερικό περιβάλλον. Με τον όρο εσωτερικό περιβάλλον εννοούμε αυτό που περιβάλλει τα γενετικά κύτταρα, τα χρωματοσώματα και τα γονίδια. Οι μεταλλάξεις -μεταβολές στο γενετικό υλικό, που αφορούν είτε τα γονίδια είτε τα χρωματοσώματα- είναι ακριβώς το αποτέλεσμα αυτής της αλληλεπίδρασης. Η απόρριψη της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στις μεταλλάξεις και το περιβάλλον είναι η θέση που βλέπει την εξέλιξη να συντελείται χωρίς φυσική επιλογή. Αυτή η θέση ανήκει στη νεοκλασική, αντιδαρβινική σχολή των Κιμούρα, Οτα, Κράου κλπ.- φανατική αντίπαλο της νεοδαρβινικής σχολής του Ντομπτζάνσκι.

Έτσι, η ίδια η λογική του κειμένου του, οδηγεί τον M. A. στο πλευρό των οπαδών της μη-δαρβινικής εξέλιξης ενάντια στις οποίες προθέσεις του όπως εμφανίζονται μέσα στις «παρατηρήσεις» του.

Η νεο-δαρβινική σχολή των Ντομπτζάνσκι, Στέμπινς κ.α. βλέπει την εξέλιξη του οργανισμού μέσα στο περιβάλλον όχι ποσοτικά, σαν αύξηση και ελάττωση, αλλά σαν ενότητα και σύγκρουση αντιθέτων. «Η οργανική εξέλιξη είναι μία σειρά μερικών ή ολικών και μη αντιστρεπτών μεταβολών της γενετικής (=κληρονομικής) δομής των πληθυσμών που βασίζεται κυρίως στην αλλαγή των αλληλεπιδράσεων (των οργανισμών) με το περιβάλλον τους». (Stebbins στο Εvolution των Th. Dobzansky, F. Ayala, G. L Stebbins και J.W. Valentine 1977).

5. Βαθμιαίο και Άλματα

Όπως είδαμε, η απολογητική των ιδεαλιστικών πλευρών του Δαρβίνου οδήγησε στην άντιδαρβινική αντίληψη της εξέλιξης, τη μεταφυσική του Κιμούρα. Αύτη η απολογητική επίμονα απορρίπτει τα «ασυνείδητα διαλεκτικά» στοιχεία της θεωρίας του Δαρβίνου.

Στις «παρατηρήσεις» του ο M. A. φτάνει στο περίεργο σημείο να αυτο-αντιφάσκει. Έτσι γράφει: «Η βαθμιαία συσσώρευση με τη φυσική επιλογή των διάφορων καταλήγει στη δημιουργία νέων ειδών, γενών κτλ και μ’ αύτή την έννοια η ποσοτική συσσώρευση οδηγεί σε ποιοτικό άλμα. Αυτό ακριβώς είναι που ο Δαρβίνος αποδείχνει στην «Καταγωγή των ειδών». Αλλά τα άλματα, μ' αύτη την έννοια, προκύπτουν για το Δαρβίνο από τις βαθμιαίες αλλαγές και καθόλου δεν αντιτίθενται σ' αυτές ενώ το άρθρο της Κ. Λήμνου δίνει την εντύπωση ότι τις αντιθέτει».

Το διαλεκτικό άλμα δεν είναι άλλο από τη μετάβαση από την ποσότητα σε ποιότητα και αντίστροφα. Αυτό το άλμα, διακοπή της συνέχειας, είναι αδύνατο χωρίς βαθμιαίες αλλαγές, χωρίς τη συνέχεια. Η κίνηση είναι η ενότητα της συνέχειας και της ασυνέχειας. Ο M. A. δέχεται ότι ο Δαρβίνος απόδειξε στην «Καταγωγή των Ειδών» ποιοτικά άλματα από ποσοτικές συσσωρεύσεις, πράγμα που είναι ταυτόσημο με την περιγραφή ενός διαλεκτικού άλματος. Στη συνέχεια, όμως της ίδιας πρότασης για τα ποιοτικά άλματα που προκύπτουν από τις βαθμιαίες αλλαγές, ο M. A. διατείνεται ότι καθόλου δεν αντιτίθεται σ’ αυτές. Ο Δαρβίνος, πρώτο και κύριο, δεν αντιπαρέθετε τη θέση natura non facit saltum (η Φύση δεν κάνει άλματα) στα διαλεκτικά άλματα από την ποσότητα στην ποιότητα, αλλά στα μη-διαλεκτικά άλματα της θεωρίας των κατακλυσμών του Cuνier, που δικαίωναν τη θεολογική ερμηνεία της εμφάνισης των ειδών.

Η επίμονη στο βαθμιαίο είχε σα στόχο «να εγκαθιδρύσει τη συνέχεια των ζωντανών ειδών με τούς νεκρούς απολιθωμένους προγόνους τους ενάντια στις θεωρίες της κατ’ εικόνα και ομοίωση δημιουργίας του άνθρώπου». Έδωσε έτσι ένα καταλυτικό χτύπημα σ’ οποιαδήποτε μεταφυσική, άκαμπτη αντίληψη για τη σταθερότητα των ειδών και για τη μηχανιστική, προκαθορισμένη αναγκαιότητα. Έδειξε τα είδη σαν μορφές ιστορικά μεταβαλλόμενες, ρευστές σε διαρκή κίνηση και μετάβαση, σε καθολική αλληλοσύνδεση. Αλλά η διαλεκτική αύτή αντίληψη παρέμεινε ασυνείδητη, σημαδεμένη από τον εμπειρισμό, και ξένη από τη συνειδητή αναγνώριση των διαλεκτικών νόμων της μετάβασης. Η σύγχρονη δαρβινική γενετική ξεπερνά αυτούς τους περιορισμούς. Τις ρίζες της τις βρίσκουμε σ’ ένα κείμενο του Τσετβερίκοφ, δημοσιευμένο το 1926, που αναλύει την εμφάνιση νέων ειδών με το νόμο της ενότητας και σύγκρουσης των αντίθετων (βλ Ντουμπίνιν «Η σύγχρονη γενετική στο φως της μαρξιστικής-λενινιστικής φιλοσοφίας», στο «Ο Λένιν και η σύγχρονη φυσική επιστήμη», progress publishers, σελ 335).

«Η άλληλοσυσχέτιση γονότυπου-φαινότυπου στην εξέλιξη των οργανισμών εμφανίζεται σαν μία αλληλεπίδραση ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμένο. Η πηγή της εξέλιξης είναι η πάλη των αντιφάσεων περιεχόμενου-μορφής, όπου η μορφή (φαινότυπος) λειτουργεί σαν ο συντηρητικός παράγοντας. Το πέρασμα από την ποσότητα στην ποιότητα εξαλείφει τις αρνητικές πλευρές τού παλιού με τέτοιο τρόπο που το νέο περιεχόμενο να εξασφαλίζει την κατάλληλη νέα μορφή. Η μορφή (ο φαινότυπος) στο προτσές της εξέλιξης δεν είναι παθητική. Ρυθμίζοντας τις κατευθύνσεις της επιλογής επιδρά ριζικά στα προτσές που καθορίζουν το περιεχόμενο (το γονότυπο). Η εξέλιξη περνά από ορισμένες κρίσιμες περίοδες όπου οι αλλαγές στο περιβάλλον παράγουν ριζικές αλλαγές στις ιδιότητες των ειδών. Αυτές οι περίοδες μπορούν να συγκριθούν με εποχές κοινωνικής επανάστασης, οι όποιες έρχονται μετά από μακριές περίοδες, λεγόμενης ειρηνικής ανάπτυξης». (Ντουμπίνιν, ο.π.π., σελ. 343).

6. Μαρξισμός και Βιολογία

Η συνεισφορά των σοβιετικών δαρβινικών γενετιστών σαν τον Τσετβερίκοφ, και τον Ντουμπίνιν που κυνηγήθηκε από τον Στάλιν δείχνει τη ζωτική ανάγκη να γίνει επεξεργασία των νέων ανακαλύψεων της βιολογίας με τις επιστημονικές έννοιες και κατηγορίες της διαλεκτικής μεθόδου (μορφή-περιεχόμενο, ποσότητα-ποιότητα, ουσία-φαινόμενο κλπ.).

Η μεγάλη σύγχυση που υπάρχει σ’ αυτό τον τομέα, και που ο απόηχός της φτάνει στο κείμενο του M. A., έχει την πηγή της στην κρίση των φυσικών επιστήμων, ιδιαίτερα στη Φυσική και τη Βιολογία. που έχει προκληθεί από την επιστημονικο-τεχνολογική επανάσταση του αιώνα μας. Οποιαδήποτε προσπάθεια να εξηγηθούν αυτά τα νέα φαινόμενα, που έφερε στο φως η Κβαντομηχανική και η σύγχρονη βιολογία, με τις παλιές μηχανιστικές και ιδεαλιστικές μέθοδες, οδηγείται σε χρεοκοπία. Το σοκ που προκαλείται προσπαθεί να το χρησιμοποιήσει η αστική τάξη για τις ανάγκες της ιδεολογίας και της κυριαρχίας της. Αυτή είναι η βάση για επιθέσεις ενάντια στο διαλεκτικό υλισμό από πρωτεργάτες της μοριακής βιολογίας σαν τον Μονό. Ταυτόχρονα όμως, απ’ αυτές τις ανοιχτές, εχθρικές τάσεις που θέλουν να χρησιμοποιήσουν τις ανακαλύψεις της Μοριακής Βιολογίας ενάντια στο διαλεκτικό υλισμό έχουν εμφανιστεί ανάλογες τάσεις μέσα στο ίδιο το εργατικό και το μαρξιστικό κίνημα από τις αρχές του αιώνα μέχρι τώρα. Αντιδρώντας μονόπλευρα στο φαινόμενο του σοσιαλ-δαρβινισμού θεωρητικοί σαν τον Πλεχάνοφ, που έμειναν ξένοι από το υλιστικό αναποδογύρισμα της Χεγκελιανής διαλεκτικής, εκδήλωναν τις συμπάθειές τους, σε θεωρίες σαν του Ντεβρίς και του νεολαμαρκισμού, αντιπαραθέτοντας τες στη θεωρία του Δαρβίνου. Η κατάσταση πήρε τις διαστάσεις τραγωδίας, όταν ενέσκηψε η σταλινική λαίλαπα. Τις καταστροφές που επέφερε ο σταλινισμός και ο λισενκισμός χρησιμοποίησε η αστική αντίδραση για να κερδίσει υποστήριξη ενάντια στο μαρξισμό από κύκλους επιστημόνων και φιλελεύθερων διανοούμενων στη Δύση. Αυτοί καλλιέργησαν την καχυποψία προσπαθώντας να ορθώσουν ένα φραγμό ανάμεσα στην ανάπτυξη του μαρξισμού και την ανάπτυξη των φυσικών επιστήμων. Αυτή είναι η αφετηρία των κατηγοριών για λαμαρκισμό και λισενκισμό. Για τους φιλελεύθερους διανοούμενους ο μαρξισμός δεν μπορεί να μπαίνει στα χωράφια της επιστήμης. Γιατί αν το κάνει θα είναι αντί-επιστημονικός, θα πει ανακρίβειες, θα κάνει λάθη, και μάλιστα στον τομέα της βιολογίας, τα πιο σοβαρά, εκείνα του λαμαρκισμού και του λισενκισμού -όπως μας κατηγορεί ο M. A. στις «παρατηρήσεις» του. Η νεοθετικιστική μέθοδος που διαπνέει τις«παρατηρήσεις» αποσιωπώντας τα μεθοδολογικά ζητήματα, περιορίζεται στην εκλεκτική παράθεση τσιτάτων, με σκοπό να υπερασπίσει τα «δικαιώματα της επιστήμης» από το βέβηλο μαρξισμό. Ο σοσιαλισμός -ισχυρίζονται- δεν μπορεί να είναι επιστήμη. Η επιστήμη πρέπει να μείνει «ανόθευτη» από την ταξική σκοπιμότητα που εξυπηρετεί ο μαρξισμός σαν επιστήμη της προλεταριακής επανάστασης. Αυτό φυσικά εμείς δε το δεχόμαστε.

01/11/2004

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου